Στο τέλος του Οκτωβρίου οι άνθρωποι μετακινούν τους δείκτες των ρολογιών τους μία ώρα πίσω για να σηματοδοτήσουν το τέλος της θερινής ώρας και την επιστροφή στην κανονική (χειμερινή) ώρα.
Προηγούμενες μελέτες έχουν δείξει ότι η αλλαγή ώρας δύο φορές τον χρόνο συνδέεται με αυξήσεις σε τροχαία και εργατικά ατυχήματα, καθώς και με καρδιακές προσβολές και εγκεφαλικά επεισόδια, λόγω της διαταραχής του ύπνου και των κιρκάδιων ρυθμών του οργανισμού.
Ο ρυθμός του ύπνου των ανθρώπων δεν είναι μια αυθαίρετη επιλογή, αλλά στην πραγματικότητα επηρεάζει την υγεία τους.
Το σώμα λειτουργεί σαν μια προσεκτικά συντονισμένη ορχήστρα και όλα πρέπει να συμβαίνουν στην κατάλληλη στιγμή.
Οι κιρκάδιοι ρυθμοί είναι πρότυπα φυσιολογικών και συμπεριφορικών αλλαγών που επηρεάζουν σημαντικά τη λειτουργία όλων των συστημάτων του οργανισμού (από την έκκριση ορμονών και ρυθμιστικών πεπτιδίων έως τη λειτουργία αιμοπεταλίων-θρομβωτικών μηχανισμών και την ομοιοστασία του καρδιαγγειακού συστήματος).
Υπό φυσιολογικές συνθήκες η αρτηριακή πίεση και η καρδιακή συχνότητα μειώνονται κατά τη διάρκεια της νύκτας στη ύπτια θέση με μια πρωινή αύξηση αυτών ώστε να προετοιμαστεί ο οργανισμός για την ανάληψη της όρθιας στάσης με την έγερση από το κρεβάτι.
Η αναστάτωση αυτών των ρυθµών µε τη αλλαγή της ώρας μπορεί να επηρεάσει την υγεία του οργανισμού, όπως π.χ. συμβαίνει στη ακραία του μορφή με το jet lag. Η αλλαγή της χειμερινής ώρας είναι γενικά πιο ανεκτή, όχι μόνο για το κέρδος της μίας ώρας ύπνου αλλά γιατί ευθυγραμμίζονται τα κοινωνικά ρολόγια – όπως τα ωράρια εργασίας και τα σχολεία – με το φως της ημέρας.
Σε μια τέτοια πρόσφατη προκλινική μελέτη, όπου ανατράφηκαν τα ποντίκια σε μέρες που ήταν περίπου 75 λεπτά συντομότερες σε διάρκεια, διαπιστώθηκε ότι αυτά άρχισαν να αναπτύσσουν διαβήτη, καρδιοπάθεια και αντίσταση στην ινσουλίνη μέσα σε λίγους μήνες.
Στο ερώτημα αν πρέπει να αλλάζει ή όχι η ώρα δύο φορές τον χρόνο δεν υπάρχει εύκολη απάντηση, λαμβάνοντας υπόψη τις γεωγραφικές ιδιαιτερότητες της υφηλίου.
Η Καναδική Εταιρεία Χρονοβιολογίας υποστηρίζει την υιοθέτηση της μόνιμης κανονικής ώρας για να ευθυγραμμίζονται τα κοινωνικά ρολόγια με τα βιολογικά ρολόγια. Αυτό που φαίνεται ρεαλιστικό είναι το κάθε άτομο, γνωρίζοντας τις ανάγκες του οργανισμού του, να δώσει όλο τον απαιτούμενο χρόνο για προσαρμογή του σώματός του στις νέες εκάστοτε συνθήκες αλλαγής της ώρας.
Ο Κώστας Τσιούφης είναι καθηγητής Καρδιολογίας ΕΚΠΑ – Α’ Πανεπιστημιακή Καρδιολογική Κλινική στο Ιπποκράτειο Νοσοκομείο Αθηνών