Το θέμα «τρέχει» εδώ και είκοσι, περίπου, μέρες. Κι έχω ξαναγράψει γι’ αυτό. Αλλά μέρα με τη μέρα γίνεται όλο και χειρότερο. Μοιάζει όλο και περισσότερο με ένα κακογραμμένο σενάριο, γεμάτο υπερβολές, άλματα λογικής, εξωπραγματικούς χαρακτήρες, τραβηγμένες από τα μαλλιά καταστάσεις και συνθήκες που δεν συνάδουν ακόμη και με ακραίες μορφές της πραγματικότητας. Η ζωή όμως δεν διεκδικεί λογοτεχνικά βραβεία. Πολλές φορές είναι άγαρμπη, ισοπεδωτική, πιο άσχημη και από την πιο «πειραγμένη» φαντασία. Και το «άσχημη» το αναφέρω με την ετυμολογική έννοια της λέξης. Χωρίς σχήμα. Ή, έστω, εκτός των σχημάτων που έχουμε μάθει να ερμηνεύουμε. Μιλάω βέβαια για την υπόθεση της Ειρήνης Μουρτζούκου και των νεκρών βρεφών που σέρνεται κάθε μέρα στο ειδησεογραφικό τοπίο.
Είναι όμως τέτοιες οι λεπτομέρειες που καταγράφονται, τέτοιες οι περιγραφές που αναφέρονται, τέτοιοι οι διάλογοι που γίνονται στον τηλεοπτικό αέρα, ώστε ακόμη και οι θάνατοι των πέντε βρεφών είναι, απλά, το κεντρικό θέμα του πίνακα. Του οποίου όμως το φόντο είναι ακόμη πιο εφιαλτικό. Ενα περιβάλλον αρρωστημένο, τοξικό, εκτός των στοιχειωδών κοινωνικών και οικογενειακών αρχών. Που αν δεν σχετιζόταν με πέντε θανάτους, θα είχε προκαλέσει άλλες, εξίσου αποτρόπαιες καταστάσεις. Και που από πίσω, κατά την προσωπική μου γνώμη, κρύβονται περισσότερες από μία παθογένειες της κοινωνίας μας.
Πρώτα απ’ όλα η υποτίμηση της ψυχικής υγείας. Η απλοϊκή προσέγγιση συμπτωμάτων που ερμηνεύονται και απλουστεύονται ως «παραξενιές» και «παιχνίδια» και αποδίδονται σε έναν δύσκολο ή δύστροπο χαρακτήρα. Οχι, δεν είναι «παιχνίδι» το να κλείνει ένα παιδί το στόμα και τη μύτη της μικρότερης αδελφής του ούτε να πλακώνει τη μάνα του στο ξύλο (όπως είπε η ίδια σε τηλεοπτική εκπομπή) επειδή έμεινε πάλι έγκυος. Ούτε κινητικότητα στα σόσιαλ μίντια το να φωτογραφίζεις και να στέλνεις διαδικτυακά φωτογραφίες νεκρών μωρών. Ακόμη και η υπερβολική, η ανεξέλεγκτη ζήλια είναι ένδειξη ψυχικής ανισορροπίας.
Επίσης, φαίνεται εδώ η απουσία της κρατικής μέριμνας για ευάλωτες κοινωνικές ομάδες, για δυσλειτουργικές οικογένειες, για ακραίες συμπεριφορές. Η απόδοση στην τύχη κάποιων συμπτώσεων, που ξεπερνούν ωστόσο θεαματικά την εκδοχή του τυχαίου. Η αδιαφορία για κατατεθειμένες υπόνοιες προσώπων της οικογένειας των βρεφών. Ολα αυτά που πρέπει να διερευνηθούν ώστε είτε να μην πλανώνται υποψίες για αθώους είτε να αποδοθούν επίσημα κατηγορίες που, σε αυτήν την περίπτωση και εφόσον μιλάμε για μωρά, δεν θα αφορούν μόνο φυσικούς αλλά και ηθικούς αυτουργούς.
Αυτό που με σοκάρει όμως περισσότερο είναι η διάθεση των πρωταγωνιστών να εκτεθούν τόσο πολύ στην τηλεόραση. Η ευκολία με την οποία κυκλοφορούν καθημερινά από εκπομπή σε εκπομπή και ανταλλάσσουν κατηγορίες, ομολογούν δημόσια τραυματικές εμπειρίες, αλληλοσπαράσσονται. Ολα αυτά, σε ζωντανή μετάδοση. Που απευθύνονται στο ένστικτο του τηλεθεατή και καθηλώνουν ακόμη και τον πιο «υπεράνω». Πρόκειται για μια υπόθεση που παρακολουθώ με δέος. Και, το χειρότερο, δεν έχω αποσαφηνίσει ακόμη για ποιο λόγο ακριβώς. Διότι είναι περισσότεροι από ένας.
Βρε, πώς αλλάζουν
οι καιροί
Το ημερολόγιο είναι μια καλή αφορμή για να συνειδητοποιείς τις αλλαγές σε μια κοινωνία. Σαν σήμερα λοιπόν, δύο φορές, στις αρχές του περασμένου αιώνα, στην Αθήνα, άνθρωποι βγήκαν στον δρόμο, πλακώθηκαν και σκοτώθηκαν για γλωσσικά ζητήματα. Η πρώτη ήταν το 1901, όταν ο Αλέξανδρος Πάλλης μετέφρασε στη δημοτική το Ευαγγέλιο. Τα επεισόδια, που έμειναν στην Ιστορία ως «Ευαγγελικά», είχαν ως αποτέλεσμα έξι νεκρούς και ογδόντα τραυματίες.
Δύο χρόνια αργότερα, νέες διαδηλώσεις και συγκρούσεις, αυτή τη φορά εξαιτίας της παράστασης της «Ορέστειας» του Αισχύλου στο Βασιλικό Θέατρο, σε μετάφραση στη δημοτική από τον Γεώργιο Σωτηριάδη. Με απολογισμό τρεις νεκρούς. Κάποτε δηλαδή οι Ελληνες σκοτώνονταν για τη γλώσσα που, σήμερα, τη σκοτώνουν συνεχώς και ακαταπαύστως.
Πριν από είκοσι πέντε χρόνια όμως, σαν σήμερα, είχαμε το απόλυτο σουρεαλιστικό γκράντε σπετάκολο. Λόγω της επικείμενης επίσκεψης του Μπιλ Κλίντον στην Αθήνα, στήθηκε, από ηθοποιούς, στο Σύνταγμα, λαϊκό δικαστήριο με πρόεδρο τον Κώστα Καζάκο, που τον δίκασε και τον καταδίκασε.