Αν και όλοι είμαστε σε θέση να υποψιαστούμε ότι η διαδικασία εκλογής Πάπα της Ρώμης δεν θα μπορούσε να είναι η αρμονικότερη του κόσμου, δύσκολα χωνεύεις τον αδυσώπητο ανταγωνισμό ανάμεσα στους κληρικούς για την ανάδειξη του Πάπα, έναν «κανονικό πόλεμο» όπως ακούμε να λέγεται κάποια στιγμή στο «Κονκλάβιο» (Conclave, ΗΠΑ/ Αγγλία, 2024). Ακόμα και η λέξη «κονκλάβιο» βέβαια φέρει χροιά αρνητική και πάνω σε αυτήν πατά σταθερά το πολυσύνθετο σενάριο μιας ταινίας που σου δίνει την εντύπωση θρίλερ μυστηρίου χωρίς πτώματα. Ως διαδικασία η εκλογή του Πάπα, την οποία προσπαθεί να συντονίσει όσο το δυνατόν πιο ψύχραιμα και κρατώντας τις ισορροπίες ο πρωτοπρεσβύτερος (Ρέιφ Φάινς) που είναι και ο ίδιος (χωρίς να το θέλει) υποψήφιος, δεν μοιάζει να διαφέρει και τόσο από τον πόλεμο που λαμβάνει χώρα στην πολιτική για την ανάδειξη του αρχηγού ενός κράτους ή ακόμα ενός κόμματος σε οποιαδήποτε χώρα. Πέρα από κάποιες εξαιρέσεις που το μόνο που κάνουν είναι να επιβεβαιώσουν τον κανόνα, καμία πνευματικότητα δεν θα βρεις ανάμεσα στην «ανθρωποφαγία» των αντίπαλων στρατοπέδων των υποψηφίων. Προσωπικές φιλοδοξίες, συμφέροντα, εξαγορές ψήφων, κτυπήματα κάτω από τη μέση, λασπολογία, λάθη του παρελθόντος που αποκτούν ασήκωτο βάρος στο παρόν όπου μυστηριωδώς εμφανίζονται, ψέματα με τη σέσουλα… Υπάρχουν στιγμές που το Βατικανό δεν διαφέρει από χώρο σύσκεψης… μεγαλομαφιόζων που στοχεύουν στην απόλυτη εξουσία (ανάμεσα στους ιερείς που διεκδικούν τον θρόνο, οι Τζον Λίθγκοου, Σέρτζιο Καστελίτο και Στάνλεϊ Τούτσι). Και αυτό από μόνο του είναι αρκετό για να κρατήσει αμείωτο το ενδιαφέρον σου στη θεατρικής δομής συναρπαστική τούτη ταινία που σκηνοθέτησε ο γερμανός δημιουργός του «Ουδέν νεώτερον από το δυτικό μέτωπο» Εντουαρντ Μπέργκερ.
Μια γυναίκα, μια πόλη
Παρθενόπη ήταν η πρώτη ονομασία που δόθηκε στην πόλη όπου είχε καταλήξει η πνιγμένη σορός της ομώνυμης Σειρήνας, το σημείο όπου αργότερα θα κτιζόταν το Καστέλ Ντελ Νουόβο, λόγος για τον οποίο η πόλη θα ονομαζόταν Νεάπολη – η σημερινή Νάπολη. Η πανέμορφη Σειρήνα και ο αρχαιοελληνικός μύθος που τη συνοδεύει δεν έχουν άμεση σχέση με την «Παρθενόπη» (Parthenope, Ιταλία, 2024) του Πάολο Σορεντίνο. Σίγουρα όμως έχουν έμμεση γιατί Παρθενόπη είναι επίσης το όνομα της κεντρικής ηρωίδας της ιστορίας, τόσο όμορφης που θα μπορούσε να είναι μια μετενσάρκωση της μυθολογικής Παρθενόπης. Αυτή η ταινία όμως είναι επίσης το όχημα μέσω του οποίου ο ιταλός σκηνοθέτης, βέρος Ναπολιτάνος ο ίδιος, επέστρεψε στη γενέτειρά του προκειμένου να την τιμήσει αφηγούμενος μια ιστορία ανείπωτης ομορφιάς και βαθύτατου πόνου. Γιατί όσο όμορφη είναι η Παρθενόπη της ταινίας (Τσελέστε Ντάλα Πόρτα), τόσο πικρή θα είναι η γεύση που σου αφήνει η πορεία της στον χρόνο. Μια διαδρομή που καλύπτει πολλές δεκαετίες ξεκινώντας από τα μεταπολεμικά χρόνια και φτάνοντας στους καιρούς μας και στην οποία καταγράφονται οι αλλαγές τόσο της κεντρικής ηρωίδας όσο και του τόπου στον οποίο κινείται. Ερωτες, επαγγελματική σταδιοδρομία, γνωριμίες (ο Γκάρι Ολντμαν σε ένα σύντομο πέρασμα υποδύεται τον αμερικανό συγγραφέα Τζον Τσίβερ), χωρισμοί, τραγωδίες. Αυτή η μείξη ομορφιάς – μελαγχολίας αποτελεί χαρακτηριστικό των περισσότερων δημιουργιών του Σορεντίνο, αρκεί να θυμηθεί κανείς το αριστούργημά του «Η τέλεια ομορφιά». Η «Παρθενόπη» βέβαια βρίσκεται πολύ πίσω της, όμως παρ’ όλ’ αυτά, είναι μια ταινία που σου ανοίγει την όρεξη να την παρακολουθήσεις για την εικόνα της, παρότι σου προκαλεί στενοχώρια το θέμα της.
Ενδιαφέρων συνδυασμός
Με την «Emilia Perez» (Γαλλία/ Βέλγιο, 2024), ο Ζακ Οντιάρ, σκηνοθέτης γνωστός για την ποικιλομορφία των θεμάτων με τα οποία καταπιάνεται («Ο προφήτης», «Ο άνθρωπος χωρίς πατρίδα», «Οι αδελφοί Σίστερς» κ.ά.), για μια ακόμα φορά μας ξαφνιάζει ευχάριστα. Ηδη δαφνοστεφανωμένη στο περασμένο Φεστιβάλ των Καννών όπου οι Αντριάνα Παζ, Ζόε Σαλντάνα, Κάρλα Σοφία Γκασκόν και Σελίνα Γκόμεζ μοιράστηκαν το βραβείο ερμηνείας και η ταινία απέσπασε επίσης το βραβείο της επιτροπής, η «Emilia Perez» καταπιάνεται με μια ποικιλία θεμάτων τα οποία στα χέρια ενός δεξιοτέχνη, καπάτσου δημιουργού, καταφέρνουν να ισορροπήσουν μεταξύ τους.
Δίνοντας σημασία ακόμα και στο είδος του… μιούζικαλ, ο Οντιάρ μας οδηγεί στον κόσμο του εγκλήματος και της εμπορίας ναρκωτικών στο Μεξικό όπου βασιλεύει ένας αδίστακτος μεξικανός βαρόνος των καρτέλ, ο οποίος ωστόσο επιθυμεί να ξεφύγει από αυτόν τον κόσμο και ο μόνος τρόπος για να τα καταφέρει, είναι να αλλάξει φύλο. Εναντι πολλών χρημάτων μια δικηγόρος (Σαλντάνα) θα αναλάβει την υπόθεσή του, η επέμβαση θα γίνει και ο γκάνγκστερ θα εξαφανιστεί από προσώπου γης. Μόνο που ο γκάνγκστερ έχει και οικογένεια, την οποία θα πρέπει να αφήσει πίσω του χωρίς να πει λέξη οπότε ο Οντιάρ, με έναν σχεδόν διαστροφικό τρόπο, θα συνδυάσει το οικογενειακό δράμα στην ιστορία όταν η πρώην γυναίκα και μητέρα των παιδιών του γκάνγκστερ θα τον επισκεφθούν χωρίς να γνωρίζουν τη νέα του ταυτότητα. Μιλάμε δηλαδή για μια ταινία η οποία θέλει να συνδέσει κάτι σαν το «Sicario» με στοιχεία αρχετυπικού μελοδράματος φλερτάροντας με ιδέες από τα «Ψηλά τακούνια» του Πέδρο Αλμοδόβαρ και το μιούζικαλ α λα Μπομπ Φόσι! Από μόνος του, αυτός ο θεότρελος συνδυασμός κινεί την περιέργεια και έτσι το ενδιαφέρον μας διατηρείται αμείωτο μέχρι τους τίτλους τέλους.
«Ηχηρές» σιωπές
Ευρύτερα γνωστό, το όνομα της γεωργιανής σκηνοθέτριας Ντέα Κουλουμπεγκασβίλι έγινε για πρώτη φορά φέτος, μετά την πρόσφατη βράβευση της ταινίας της «Απρίλης» στο φετινό Φεστιβάλ Κινηματογράφου Βενετίας από όπου έφυγε με το βραβείο της επιτροπής (θα τη δούμε εν καιρώ στις αίθουσες). Η ταινία που από σήμερα (και για πρώτη φορά στην Ελλάδα) προβάλλεται στα σινεμά, είναι το ντεμπούτο της στη σκηνοθεσία μυθοπλασίας μεγάλου μήκους και γυρισμένη πριν από πέντε χρόνια. Τίτλος της «Εν αρχή» (Beginning, Γεωργία/ Γαλλία 2020) και είναι ταινία επίσης διακεκριμένη σε διάφορα φεστιβάλ, ανάμεσα στα οποία και του Σαν Σεμπαστιάν όπου η πρωταγωνίστριά της Ια Σουκιτασβίλι κέρδισε το βραβείο γυναικείας ερμηνείας. Η άγνωστη στη χώρα μας γεωργιανή ηθοποιός, που στην πατρίδα της θεωρείται κορυφαία ερμηνεύτρια στο θέατρο και τον κινηματογράφο, είναι όντως υπέροχη παίζοντας τον άξονα, ουσιαστικά, της ιστορίας του «Εν αρχή» που τοποθετείται σε ένα ορεινό χωριό της Γεωργίας, εκεί όπου μια απομονωμένη κοινότητα μαρτύρων του Ιεχωβά είναι απροστάτευτη από τις διαρκείς επιθέσεις που δέχεται από φανατικούς ορθόδοξους χριστιανούς. Η Κουλουμπεγκασβίλι εστιάζει κυρίως στη σύζυγο του ηγέτη της κοινότητας, την ηρωίδα τής Σουκιτασβίλι, η οποία είναι μια σύγχρονη, καλλιεργημένη, όμορφη, σοβαρή γυναίκα αναγκασμένη να ζει σε συνθήκες Μεσαίωνα, κάτι που δεν μπορεί να αντέξει και στο οποίο προσπαθεί να αντισταθεί με όποιον τρόπο μπορεί. Και πραγματικά αυτή η γυναίκα, με τις «ηχηρές» σιωπές μπροστά στην ταπείνωση που δέχεται από τη βαρβαρότητα του περίγυρού της, το βλέμμα που κοιτάζει με παράπονο το πουθενά και την «αλλόκοτη» ακινησία της, είναι ο παλμός της μινιμαλιστικής αυτής ταινίας.
Προβάλλονται επίσης
To λιγότερο που μπορείς να πεις για το «Terrifier 3» (ΗΠΑ, 2024) του Ντέμιαν Λεόνε είναι ότι πρόκειται για ένα κυριολεκτικά ανυπόφορο σπλάτερ το οποίο απευθύνεται αποκλειστικά σε όσους ευχαριστιούνται βλέποντας μυαλά και εντόσθια να χύνονται στην οθόνη έπειτα από απανωτά κτυπήματα τσεκουριών – και λίγα λέμε. Δράστης ένας κλόουν που δεν μιλάει ποτέ. Προφανώς οι δημιουργοί της ταινίας θέλησαν να ακολουθήσουν το μοντέλο αναλόγου τύπου ταινιών, με μόνο εύρημα την ακόμα πιο ακραία βία, τα ακόμα πιο βαθιά τσεκουρώματα, το ακόμα περισσότερο χυμένο αίμα, τα ακόμα περισσότερα οπτικά εφέ. Και η αλήθεια είναι ότι τα κατάφεραν διότι το «Terrifier 3» αποτελεί το τρίτο μέρος ενός franchise τρόμου που άρχισε το 2016 από τον ίδιο σκηνοθέτη. Αυτό σημαίνει ότι η ταινία γυρίστηκε επειδή οι προηγούμενες δύο είχαν επιτυχία και δυστυχώς, από μόνο του δηλώνει πολλά.
Προβάλλεται, τέλος, και η περιπέτεια «Red One» (ΗΠΑ, 2024) του Τζέικ Κάσνταν, στην οποία η απαγωγή του Αγιου Βασίλη – με την κωδικοποιημένη ονομασία Red One – κινητοποιεί τον επικεφαλής Ασφάλειας του Βόρειου Πόλου (Ντουέιν Τζόνσον) ο οποίος θα πρέπει να συνεργαστεί με τον πιο διαβόητο κυνηγό επικηρυγμένων του κόσμου (Κρις Εβανς) για να σώσει τα Χριστούγεννα.