Οι αισιόδοξοι βλέπουν όσα έγιναν το βράδυ της Τετάρτης στο Βερολίνο, με την απομάκρυνση του γερμανού υπουργού Οικονομικών ως την αρχή της λύσης των ευρωπαϊκών προβλημάτων. Της  πολιτικής ολιγωρίας και του αδιέξοδου οικονομικού μοντέλου, που κρύβονταν επιμελώς κρυμμένα την τελευταία διετία. Οι απαισιόδοξοι, φοβούνται τα χειρότερα. Αδυναμία ταχείας ολοκλήρωσης των πολιτικών διεργασιών και συνέχιση της κατρακύλας της ευρωπαϊκής ανταγωνιστικότητας, ειδικά μετά την έλευση του τυφώνα Τραμπ.

Στη Γερμανία, το πρόβλημα ήταν η κατάρρευση της εμπιστοσύνης σχετικά με τον τρόπο που θα αντιμετωπισθούν οι δυσεπίλυτες δημοσιονομικές δυσκολίες της μεγαλύτερης οικονομίας στην ευρωζώνη. Η κατάσταση επιδεινώθηκε από την αύξηση των ομολόγων, δηλαδή του κόστους δανεισμού. Ηρθε και η εκλογή Τραμπ που θέτει εκ των πραγμάτων αντιμέτωπη τη Γερμανία με ένα ισχυρό δολάριο, χτυπώντας ακόμα περισσότερο την ανταγωνιστικότητά της και φέρνοντας την κυβέρνηση Σολτς αντιμέτωπη με την ανάγκη λήψης μέτρων. Ο παραιτηθείς Λίντνερ, πιστός συνεχιστής του Σόιμπλε, δεν υπήρχε περίπτωση να απελευθερώσει το «φρένο χρέους» και ως εκ τούτου η λύση της απομάκρυνσής του δημιουργεί τις προϋποθέσεις ότι κάτι θα αρχίσει να κινείται προκειμένου να συγκρατηθεί η γερμανική οικονομική αιμορραγία.

Το νέο σκηνικό που διαμορφώνεται δεν λύνει το πρόβλημα της γερμανικής βιομηχανίας, η οποία και μονάδες θα κλείσει και προσωπικό θα απομειώσει, αλλά πρόβλημα ανεργίας δύσκολα θα υπάρξει, με δεδομένες τις τεράστιες ελλείψεις σε προσωπικό που καταγράφει η υπόλοιπη οικονομία. Προφανώς από το πόσο γρήγορα θα λυθεί το πολιτικό πρόβλημα που δημιουργείται θα εξαρτηθεί και εάν θα παραμείνει σε έστω και οριακή ύφεση η γερμανική οικονομία για να δούμε τον βαθμό επηρεασμού και της ελληνικής οικονομίας. Η προσωρινή (;) λύση του Γιοργκ Κούκις ως νέου υπουργού Οικονομικών, βάζει τον πιο έμπιστο συνεργάτη του καγκελάριου Σολτς σε θέματα οικονομίας και διαχρονικό συνομιλητή των ελληνικών κυβερνήσεων την τελευταία 6ετία, στο να τρέξει τις αλλαγές που απαιτούνται και θα φανούν στον νέο προϋπολογισμό.

Για τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές οικονομίες, το «πάρτι» στον Νότο συνεχίζεται αμείωτο, ανεξάρτητα από τις πολιτικές Τραμπ, την ίδια στιγμή που στον Βορρά αναζητούν περιοριστικά μέτρα για να κλείσουν τους προϋπολογισμούς τους.

Ηδη η Ισπανία με όπλο τις χαμηλές τιμές της ενέργειας προσελκύει μαζικά επενδύσεις που παλαιότερα θα συνέρρεαν σε χώρες βορειότερα. Το τουριστικό ρεύμα προς τις υπόλοιπες χώρες του Νότου, την Πορτογαλία και την Ελλάδα, συνεχίζεται αμείωτο, αυξάνοντας τα δημόσια έσοδα, σε βαθμό που μεταξύ των οικονομολόγων κυκλοφορεί ο όρος «οικονομίες του ήλιου» (sunlight economy). Ηδη γερά τουριστικά πορτοφόλια από τις ΗΠΑ αυξάνουν κάθε χρόνο τις επισκέψεις τους στους δημοφιλείς τουριστικούς προορισμούς και αυτή η τάση δεν πρόκειται να αλλάξει ούτε με την προεδρία Τραμπ. Επιπλέον, η κινεζική στροφή του μοντέλου ανάπτυξης από τις εξαγωγές προς την κατανάλωση, θεωρείται δεδομένο ότι θα δημιουργήσει ένα αντίστοιχο τουριστικό ρεύμα ευκατάστατων Κινέζων προς τις ίδιες χώρες, τα προσεχή χρόνια.

Γενικώς φαίνεται ότι υπάρχει μια ευκαιρία για την ελληνική οικονομία, σε ένα εξαιρετικά δυστοπικό περιβάλλον. Το αν θα την εκμεταλλευτούμε και σε ποιο βαθμό, θα φανεί από το πόσο γρήγορα θα κάνουμε τις απαραίτητες αλλαγές στην οικονομία μας. Οι προϋποθέσεις παραδόξως είναι ακόμα πιο ενισχυμένες απ’ ό,τι ήταν στις αρχές της εβδομάδας…