Οι πρώτες γενετικές αναλύσεις σε αρχαία οστά από την Πομπηία ανατρέπουν τα αφηγήματα αρχαιολόγων για το φύλο, τις συγγένειες και την ταυτότητα των θυμάτων από την έκρηξη του Βεζούβιου.

Όταν το ηφαίστειο εξερράγη το 79 μ.Χ., κύματα υπέρθερμου ηφαιστειακού υλικού κάλυψαν τη ρωμαϊκή πόλη και τη μετέτρεψαν σε χρονοκάψουλα που δεν άνοιξε μέχρι τις πρώτες ανασκαφές το 1748.

Σώματα των θυμάτων που εγκλωβίστηκαν μέσα στην τέφρα αποσυντέθηκαν με την πάροδο του χρόνου και άφησαν κοιλότητες μέσα στις οποίες παρέμεναν μόνο τμήματα οστών. Το 1863, ο αρχαιολόγος Τζιουζέπε Φιορέλι άρχισε να δημιουργεί εκμαγεία των νεκρών χύνοντας γύψο μέσα σε αυτές τις κοιλότητες.

Τα 104 εκμαγεία που προέκυψαν καταγράφουν τις αγωνιώδεις τελευταίες στιγμές ανθρώπων που είτε ψήθηκαν ζωντανοί είτε πέθαναν από ασφυξία στη διάρκεια της καταστροφής στην Πομπηία.

Οι στάσεις των νεκρών οδήγησαν σε σενάρια για την ταυτότητα και τις σχέσεις τους.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα, το εκμαγείο ενός ξαπλωμένου ενήλικα πάνω στην κοιλιά του οποίου καθόταν ένα παιδί. Το χρυσό βραχιόλι στον καρπό οδήγησε τους αρχαιολόγους στην ερμηνεία ότι επρόκειτο για μητέρα και το παιδί της.

Όμως όχι, στην πραγματικότητα πρόκειται για το πτώμα ενός άνδρα που δεν είχε καμία συγγένεια με το παιδί που καθόταν πάνω του, αποκαλύπτει η νέα, διεθνής μελέτη που δημοσιεύεται στην επιθεώρηση Current Biology.

Τα θύματα στον «Οίκο του Χρυσού Βραχιολιού» δεν ήταν οικογένεια όπως πίστευαν οι αρχαιολόγοι (Archeological Park of Pompeii)

Στη διάρκεια εργασιών συντήρησης 86 εκμαγείων, οι ερευνητές συνέλεξαν θραύσματα οστών και κατάφεραν να απομονώσουν γενετικό υλικό συνολικά 14 ανθρώπων.

Τα μη αναμενόμενα ευρήματα «έχουν σημαντικές συνέπειες για την ερμηνεία αρχαιολογικών δεδομένων και την κατανόηση των αρχαίων κοινωνιών» σχολίασε σε δελτίο Τύπου η Αλίσια Μίτνικ του Χάρβαρντ, τελευταία συγγραφέας της δημοσίευσης.

«Αναδεικνύουν τη σημασία της αξιοποίησης γενετικών δεδομένων, σε συνδυασμό με τις αρχαιολογικές και ιστορικές πληροφορίες, προκειμένου να αποφύγουμε παρανοήσεις που βασίζονται σε σύγχρονες υποθέσεις».

Ο σκελετός με το χρυσό βραχιόλι και το νεκρό παιδί βρέθηκε στο ίδιο δωμάτιο μαζί με δύο άλλα άτομα, έναν ενήλικα που υποτίθεται ήταν ο πατέρας και ένα δεύτερο παιδί που δείχνει μεγαλύτερο σε ηλικία. Μέχρι τώρα, οι αρχαιολόγοι είκαζαν ότι επρόκειτο για οικογένεια.

Στην πραγματικότητα, τα τρία από τα τέσσερα άτομα που εξετάστηκαν δεν είχαν καμία άμεση βιολογική συγγένεια, αποκαλύπτει το DNA των σκελετών τους.

Ένα άλλο αφήγημα που διαψεύδεται αφορά δύο ενήλικες που πέθαναν αγκαλιασμένοι (εικόνα πάνω) και υποτίθεται ότι ήταν είτε αδελφές είτε μητέρα και κόρη. Το ένα από τα δύο εκμαγεία που εξετάστηκαν ανήκε τελικά σε άνδρα.

Οι ερευνητές επισημαίνουν ότι οι αρχαιολόγοι παλαιότερων εποχών όχι μόνο προχωρούσαν σε αστήρικτες ερμηνείες που θα μεγέθυναν το ανθρώπινο δράμα της Πομπηίας στα μάτια του κοινού, αλλά επιπλέον μετέφεραν και επανατοποθετούσαν κάποια εκμαγεία κατά το δοκούν.

«Τα γενετικά ευρήματα μάς ενθαρρύνουν να αναλογιστούμε τους κινδύνους της επινόησης ιστοριών για το φύλο και τις οικογενειακές σχέσεις σε αρχαίες κοινωνίες σύμφωνα με τις προσδοκίες της σημερινής εποχής» είπε ο Ντέιβιντ Ράιχ του Χάρβαρντ.

Η μελέτη, τέλος, επιβεβαιώνει ότι ο πληθυσμός της Πομπηίας ήταν γενετικά ποικιλόμορφος και κοσμοπολίτικος, με τα θύματα που εξετάζονται να αντλούν καταγωγή από πρόσφατα κύματα μετανάστευσης από την Ανατολική Μεσόγειο.