Με αφετηρία ποιητικά κυρίως κείμενα γυναικών συγγραφέων, επιχειρεί να διερευνήσει σε μεγαλύτερη έκταση την κυριολεκτική και χειρωνακτική διάσταση της σχέσης της γραφής με την πλέξη. Η έρευνα αυτή διαρκεί πάνω από 20 χρόνια και χαρακτηρίζει τα έργα της Νίνας Παπακωνσταντίνου ως επεξεργασίες και μεταγραφές λογοτεχνικών κυρίως κειμένων. Και μία νέα σειρά έργων της σε ανάγλυφα, διαφανή και γιαπωνέζικα χειροποίητα χαρτιά που προέκυψαν από τις αναγνώσεις κειμένων της Μαργκερίτ Ντιράς, ποιημάτων της Σύλβια Πλαθ, της Μαρίας Πολυδούρη, της Βιρτζίνια Γουλφ, της Κικής Δημουλά, της Αν Σέξτον, της Αννας Αχμάτοβα πλαισίωσαν τη συνάντησή μας στον χώρο τέχνης Citronne όπου η γραφή εμφανίζεται ως ίχνος, αποτύπωμα, σκιά. Ως εικόνα μιας απόπειρας επικοινωνίας ή εξομολόγησης.
Το λογοτεχνικό κείμενο στην καλλιτεχνική μου πρακτική κρύβεται, εμφανίζεται αποσπασματικά, άλλοτε είναι τονισμένο ή οι λέξεις ενώνονται. Αυτή τη φορά συνεχίζεται πάνω σε μια ιδέα που μου έδωσε ένα κέντημα της μητέρας μου: στο πώς μπορώ να δημιουργήσω υφή. Σκέφτηκα να γράψω το κείμενο, να το κόψω σε λωρίδες με καταστροφέα εγγράφων και μετά να το πλέξω, όπως πλέκει κανείς κάθετα και οριζόντια. Ξεκίνησα με τις «Φωτιές» της Γιουρσενάρ, επιλέγοντας τα ενδιάμεσα κείμενά της, ανάμεσα σε ποίηση και εξομολόγηση, και με διάθεση να μιλήσω για μια γυναικεία οπτική και να συνδέσω το εργόχειρο με τη χειροτεχνία, με το γράψιμο και με τον χρόνο. Με βάση τα ενδιάμεσα κείμενα στις «Φωτιές», ανάμεσα σε εξομολόγηση και ποίηση, να συσχετίσω κυριολεκτικά την έννοια της γραφής ή της αφήγησης με την πλέξη και το εργόχειρο. Αποτυπώνω με διαφορετικούς κόκκινους μαρκαδόρους σε γιαπωνέζικο χειροποίητο χαρτί, το αποτέλεσμα της πλέξης τμημάτων των κειμένων. Το κόκκινο χρώμα δεν είναι τυχαία επιλογή, καθώς πρόκειται για ένα κείμενο με ένταση και πάθος. Επέλεξα τα χαρτιά στην υφή και το χρώμα τους ώστε να θυμίζουν υφάσματα κεντημάτων. Ο τρόπος που κεντάς είναι σαν μαζί να πνίγεις, να δουλεύεις, να επεξεργάζεσαι συναίσθημα.
Πέρα από τη δική μου χειρωναξία, πάντα μπαίνει στη δουλειά μου η μέτρηση του χρόνου. Στο βιβλιοδετημένο έργο «Ημερολόγιο, Κυρία Ντάλογουεϊ», κέντησα στο χαρτί με υπόλευκη κλωστή τις 24 ημερομηνίες (από το 1922 έως το 1923) των ημερολογιακών καταγραφών της Βιρτζίνια Γουλφ, όσο έγραφε την «Κυρία Ντάλογουεϊ». Η αφήγηση της οποίας εκτυλίσσεται μέσα σε 24 ώρες και χαρακτηρίζεται από συνεχείς αναδρομές στο παρελθόν, μέσα από πολλαπλές αλληλοσυνδεόμενες ιστορίες. Με τις κεντημένες ημερομηνίες συσχετίζω τη γραφή με μια κατεξοχήν γυναικεία ασχολία της εποχής εκείνης, σχολιάζοντας τη διάσταση του χρόνου.
Δεν υπάρχει ανδρική φωνή σε αυτή την έκθεση. Αρχισα να συνδυάζω κείμενα από διαφορετικές ποιήτριες, με την πρόθεση να τις φέρω να συνομιλήσουν, πλέκοντας και αποτυπώνοντας στίχους σε ανάγλυφο χαρτί αλληλογραφίας, που και αυτό παραπέμπει σε καμβά. Ξεκίνησα από τον στίχο «Ι shut my eyes and all the World drops dead» από το ποίημα της Σύλβια Πλαθ «Mad Girl’s Love Song». Και σκέφτηκα να τη βάλω μαζί με τη Μαρία Πολυδούρη, επειδή γράφει στον δικό της στίχο «μόνο γιατί τα μάτια σου με κοίταξαν». Το βρήκα πολύ δυνατό να βάλω αυτές τις δύο φωνές μαζί. Ακολούθησαν και άλλες ποιητικές πλέξεις πάνω σε ανάγλυφο χαρτί ελαιογραφίας, με μπλε και μαύρο αρχειακό μαρκαδόρο. Δεν είμαι φανατική της ποίησης φιλολογικά. Αλλά όταν ψάχνω μπαίνω μέσα σε αυτό. Από τότε που ήμουν φοιτήτρια Ελληνικής Φιλολογίας με θυμάμαι να περπατάω στον δρόμο απαγγέλλοντας από μέσα μου ποιήματα. Μου έδιναν έναν ρυθμό, μια ευφορία, κάτι. Εχουν μαγική διάσταση οι λέξεις όταν τις λες από μέσα σου ή τις εκφέρεις δυνατά και τις επαναλαμβάνεις.
Διατηρώ όλα τα παλιομοδίτικα μέσα. Συνεχίζω να χρησιμοποιώ καρμπόν για τις αποτυπώσεις, ιχνογραφώ στο χαρτί. Είναι σαν να έχω ενσωματώσει την ψυχολογία του αντιγραφέα, γιατί αυτό που μου είχε μείνει από τις σπουδές μου κυρίως είναι τα χειρόγραφα. Τα οποία παραδίδονταν με λάθη, με κενά, και έβλεπες ένα κομμάτι του σώματος του αντιγραφέα μέσα σε αυτά, γιατί πολλές φορές αποτυπωνόταν και ο ιδρώτας τους σε αυτό.
Υπήρχε πάντα η επιθυμία της προσωπικής γραφής. Είχα κάνει απόπειρες αλλά είδα ότι εγώ δεν είμαι για αυτό. Με βρίσκω στη χειρωναξία, στην καλλιτεχνική επεξεργασία, εκεί όπου απελευθερώνω το μυαλό μου και αποσυμπιέζομαι από την υποχρέωση να γράψω κάτι δικό μου. Νομίζω ότι συνδυάζοντας με αυτόν τον τρόπο τη γραφή είναι σαν να έχω κάνει το δικό μου κείμενο φτιάχνοντας την υλικότητά του.