Να καταστήσω σαφές ότι δεν κοροϊδεύω είτε τα πρόσωπα είτε τα γεγονότα στα οποία αναφέρομαι παρακάτω. Ούτε κατά διάνοια. Για τον λόγο ότι πίσω από τις ιστορίες αυτές υπάρχουν τα πραγματικά δράματα της ζωής. Εγώ απλώς  παραθέτω τα γεγονότα, δηλαδή τα βάζω δίπλα το ένα στο άλλο. Το νόημα δεν χρειάζεται να το υποδείξω, προκύπτει μόνο του από την παράθεση.

Από τη μια, λοιπόν, έχουμε τη φοιτήτρια στο Ιράν, που έβγαλε τα ρούχα της σε δημόσιο χώρο του πανεπιστημίου, διαμαρτυρόμενη για την καταπίεση των γυναικών στη χώρα της, όπως λένε οι πληροφορίες. Τη συνέλαβαν, εννοείται, και τη φρίκη που την περιμένει, νομίζω, όλοι μπορούμε να τη φανταστούμε. Μολονότι κανένας μας ή, τέλος πάντων, ελάχιστοι και πάντως όχι εγώ, δεν μπορεί να φανταστεί τη γενναιότητα αυτού του κοριτσιού.

Από την άλλη, έχουμε την περίπτωση του ιερέα από τη Βόρειο Ελλάδα, ο οποίος ερευνάται αρμοδίως από τις εκκλησιαστικές Αρχές, επειδή, σύμφωνα με τις καταγγελίες, ντύνεται με γυναικεία ρούχα και περούκα και κυκλοφορεί έτσι στους δρόμους της πόλης όπου ζει. Η πρεσβυτέρα, όπως διαβάζω, υποστηρίζει στην κατάθεσή της ότι πρόκειται για έναν θαυμάσιο άνθρωπο «που μοναχά κάποιες φορές είναι μπερδεμένος». Της έχει μιλήσει για «τους κακούς λογισμούς που τον κατατρέχουν», αλλά τους πολεμάει. Μπορώ να φανταστώ διαφόρους να κρυφογελούν με την περίπτωση. Είναι επειδή μάλλον τους λείπει η φαντασία για να υποψιαστούν τι εσωτερικό δράμα πρέπει να βιώνει ένας γενειοφόρος, ο οποίος στα πενήντα του φοράει περούκα και τακούνια και βγαίνει στον δρόμο. Ενα τόσο οξύ πρόβλημα ταυτότητας, σε αυτή την ηλικία, είναι μια δυστυχία, με την οποία κατά πάσα πιθανότητα αυτός ο άνθρωπος παλεύει ολόκληρη ζωή.

Στην περίπτωση αυτού του δυστυχισμένου ιερέα, έχουμε κάποιον ο οποίος θέλει να γίνει κάτι, το οποίο από τη φύση του δεν μπορεί να γίνει. Στην περίπτωση της φοιτήτριας, έχουμε έναν άνθρωπο που είναι εκ φύσεως γυναίκα, αλλά δεν την αφήνουν να είναι. Η ζωή είναι ανελέητη στην ειρωνεία της, σκληρότερη και από το πιο αναίσθητο και κυνικό ρεμάλι.

ΤΙ ΤΟΥΣ ΕΝΩΝΕΙ

Ο δικηγόρος του Στέφανου Κασσελάκη, Μανώλης Καπνισάκης, κατηγορεί τους «87», οι οποίοι διεξάγουν εκκαθαρίσεις εις βάρος των Κασσελίστας, ότι «μετέρχονται πρακτικών που διαχρονικά χρησιμοποιούσαν οι χειρότεροι πολέμιοι και διώκτες της Αριστεράς». Μη γελάτε ακόμη, διότι ο κ. Καπνισάκης δίνει και παράδειγμα των καταγγελλομένων πρακτικών. Είναι, λέει, η θέση ότι «όσοι διαμαρτύρονται είναι ταραχοποιοί, ενώ οι σοβαροί πολίτες μένουν στα σπίτια τους». Τόσο άσχετος είναι ο κ. Καπνισάκης ή τόσο υποκριτής;

Προτιμώ την πρώτη εκδοχή, επειδή υπονοεί ένα είδος αθωότητας, ενώ η υποκρισία προϋποθέτει επίγνωση, ίσως ακόμη και απόπειρα εξαπάτησης. Δεν θα μπορούσα ποτέ να το πω αυτό για τον κ. Καπνισάκη, ούτε καν να το σκεφτώ. Ασχετοσύνη είναι, λοιπόν, η οποία άλλωστε εξηγεί και τον μεταξύ τους δεσμό. Θυμίζω ότι ο κ. Καπνισάκης ήταν δικηγόρος του Παύλου Πολάκη, αυτός τον συνέστησε στον κ. Κασσελάκη και εκείνος παρέμεινε στο πλευρό του εκπεσόντος προέδρου, παρότι ο Πολάκης διαχώρισε τη θέση του και προχώρησε με τη δική του υποψηφιότητα για την προεδρία. Πώς ταίριαξαν τόσο οι δυο τους; Είναι απλό: αμφότεροι είναι εξίσου άσχετοι με την Αριστερά.

Για μεν τον κ. Κασσελάκη αυτό είναι πια κοινός τόπος και δεν εκπλήσσεται κανείς, για τον κ. Καπνισάκη όμως τώρα το καταλαβαίνουμε. Προφανώς, ο άνθρωπος δεν έχει ιδέα από την ιστορία της Αριστεράς, η οποία από την αρχή βασίστηκε στις μεθόδους που ο κ. Καπνισάκης καταλογίζει αποκλειστικά στους αντιπάλους της. Δεν έχει ακούσει για τις εκκαθαρίσεις της δεκαετίας του 1930, για το Γκουλάγκ, τον λιμό της Ουκρανίας (Χολοντόμορ), τον εκτοπισμό πληθυσμών; Ακόμη και η θέση που θέλει τους σοβαρούς πολίτες να είναι υπάκουοι και τους ταραχοποιούς να διαμαρτύρονται είναι εκείνη με την οποία αντιμετώπιζαν οι σοβιετικές Αρχές τους διαφωνούντες, από τότε που άρχισε να προβάλλει η τάση, στις αρχές της δεκαετίας του 1970, μέχρι την έλευση του Γκορμπατσόφ. Τίποτα δεν έχει ακούσει για όλα αυτά ο κ. Καπνισάκης. Μάλλον όχι και, γι’ αυτό, τα έχει βρει τόσο καλά με τον εκπεσόντα.

Κουράγιο! Αυτό εύχομαι και τίποτα άλλο. Αυτό χρειάζεται για να κατορθώνει κάποιος, με αγώνα και θυσίες, να συντηρεί τις αυταπάτες του στον σημερινό κόσμο. Θα το χρειαστεί ο κ. Καπνισάκης. Ο Στέφανος δεν το έχει ανάγκη, γιατί βασικά κάνει μπίζνες…