Ο… ρωμαϊκός θρίαμβος Τραμπ συνιστά πλέον πολλαπλό φαινόμενο στην πολιτική ζωή και την ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών: λόγω της ενδιάμεσης ήττας του, λόγω του ότι είναι Ρεπουμπλικανός και πετυχαίνει τη νίκη ενώ το μόνο προηγούμενο περίπου διακοσίων ετών αφορούσε Δημοκρατικό πρόεδρο, λόγω του σαρωτικού χαρακτήρα της, λόγω της ηλικίας του στη νίκη που έσπασε το… «ρεκόρ» του Μπάιντεν, λόγω βεβαίως και της πλήρους επικράτησής του και στα δύο νομοθετικά σώματα.

Λόγω, επίσης, της παταγώδους διάψευσης που επεφύλαξε στο σύστημα δημοσκοπήσεων και στην κυρίαρχη ενημέρωση, τα οποία το μόνο που τελικά κατάφεραν είναι να πείσουν ότι βρίσκονται συνειδητά απέναντι από την πλειοψηφία, και μάλιστα πολύ ισχυρή, του αμερικανικού λαού.

Ομως αυτό στις δημοκρατίες είναι πρόβλημα.

Γιατί το γνωστό «δεν μας αρέσει ο λαός, να τον αλλάξουμε» γράφτηκε με το αντίθετο ακριβώς πνεύμα απ’ ό,τι το εννοούν όλοι όσοι θεωρούν, όπως είπε και ο απερχόμενος πρόεδρος της χώρας, «σκουπίδια» τους οπαδούς του απέναντι.

Εστω όμως ότι εκκινεί κάποιος από αυτή την τόσο… δημοκρατική αντίληψη και έστω ότι έχει «δίκιο» – που ασφαλώς και δεν έχει.

Το ερώτημα παραμένει: πώς έγινε τελικά και αυτά τα «σκουπίδια» πήραν την εξουσία και την έδωσαν στον Τραμπ; Τι έκανε; Τους μάγεψε; Αλήθεια τώρα; Πιστεύει κανείς σοβαρά σε αυτό;

Η υπεροψία, η αδιαφορία και η υποκρισία των Δημοκρατικών, οι οποίοι εδώ και πολλά χρόνια έχουν μεταβληθεί σε ένα κλαμπ εξουσίας που ελέγχεται ασφυκτικά από μια δράκα λίγων πανίσχυρων πολιτικά, οικονομικά και μιντιακά οικογενειών με πραγματική έδρα τα… Χάμπτονς και με ζωή που ξεπερνά εστεμμένους, έκαναν το θαύμα τους: αυτές βρίσκονται πιο πολύ από καθετί άλλο πίσω από την τερατώδη νίκη του Τραμπ, και την πρώτη φορά και, κυρίως, τώρα.

Η εκκωφαντική αδιαφορία των πατρικίων για το πόπολο: αυτή είναι η ουσία που, προεκτεινόμενη σε όλα τα πεδία της πολιτικής, οικονομικής, ασφάλειας, γενικής εσωτερικής, αλλά και εξωτερικής, καταλήγει στον ίδιο παρονομαστή: ο λαός είναι ένα… ντεκόρ που χρειάζεται μόνο για να μπορούν να λένε ότι τον εκπροσωπούν, χωρίς όμως με κανένα τρόπο αυτό να ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.

Η Κάμαλα Χάρις δεν μπορούσε να αποχωριστεί το κολιέ των 80.000 δολαρίων που φορά, επειδή της φέρνει, υποτίθεται, γούρι… Πόσο μπορεί να ταυτίσει αυτό μαζί της τον μέσο Αμερικανό; Μάλλον όσο το να πέφτουν στη μάχη υπέρ της οι μισοί αστέρες του Χόλιγουντ και να φωνάζουν από τις μυθικές βίλες και ζωές τους περί δημοκρατίας… Υποψήφια ενός κόμματος που ουδείς τη νομιμοποίησε πραγματικά, απλώς και μόνον επειδή το ιερατείο την έβαλε, επειδή ο εν ενεργεία πρόεδρος, που δεν μπορούσε πια, δεν έφευγε. Σοβαρά; «Δημοκρατικοί;»…

Κι όμως: τόσο ο Μπάιντεν όσο και η Χάρις, στους… μεταθανάτιους λόγους τους, δεν βρήκαν να πουν μία λέξη για δικές τους ευθύνες: αυτοί τα έκαναν όλα τέλεια: υπέροχη θητεία και υπέροχος αγώνας. Αυτό είπαν. Τότε, όμως, γιατί ήρθε, όπως ήρθε, ο Τραμπ αφού ήταν τόσο σπουδαία τα επιτεύγματά τους; Φταίει ο λαός, ε; Αυτή είναι η απάντηση; Αλήθεια; Τόσο υποκριτές, τόσο υπερόπτες…