Από την ημέρα που εγκατέλειψε την Καγκελαρία πριν από τρία χρόνια, η Ανγκελα Μέρκελ ακολούθησε με συνέπεια μια δέσμευση που ανέλαβε με το τέλος της ενεργού πολιτικής της δράσης: να αποφύγει κάθε ανάμειξη στις τρέχουσες πολιτικές εξελίξεις και δημόσιες συζητήσεις.

Σπάνιες εμφανίσεις

Στις σπάνιες δημόσιες εμφανίσεις της το βάρος έπεφτε στα δικά της πεπραγμένα, αποφεύγοντας ευλαβικά καθετί που θα μπορούσε να εκληφθεί ως δημόσια νουθεσία του διαδόχου της.

Ακόμα και στην τελετή που οργάνωσε το κόμμα της CDU και ο διάδοχος πρόεδρός του Φρίντριχ Μερτς, τον περασμένο Σεπτέμβριο, για τα 70ά γενέθλια της Μέρκελ, ήταν άλλοι εκείνοι που μίλησαν για αυτήν, το έργο και την παρακαταθήκη της.

Η Ανγκελα Μέρκελ θα «μιλήσει»

σε μερικές ημέρες με την παρουσίαση των απομνημονευμάτων της που θα κυκλοφορήσουν στις 26 Νοεμβρίου στη Γερμανία και ταυτόχρονα σε όλες τις χώρες στις οποίες εκδοτικοί οίκοι έχουν εξασφαλίσει τα δικαιώματα του βιβλίου.

Ενδιαφέρον θα έχει τότε και η άποψη της Μέρκελ για τις εξελίξεις των τελευταίων ημερών.

Αυτές, χωρίς αμφιβολία, θα πρέπει να θυμίζουν στην πρώην καγκελάριο της Γερμανίας πολλά από τα δικά της βιώματα, καθοριστικά στην πολιτική της διαδρομή.

Ο Ντόναλντ Τραμπ, για παράδειγμα, επέστρεψε στον Λευκό Οίκο. Και την ίδια ημέρα ο Κρίστιαν Λίντνερ έφυγε από την τρικομματική κυβέρνηση του Ολαφ Σολτς.

Και με τους δύο πρωταγωνιστές αυτών των ημερών η Μέρκελ χρειάστηκε να συνεργαστεί, αλλά κυρίως να συγκρουστεί.

Διαπραγματεύσεις

Με τον πρόεδρο των Φιλελευθέρων Κρίστιαν Λίντνερ η Χριστιανοδημοκράτισσα Μέρκελ είχε περάσει σχεδόν τρεις μήνες εντατικών διαπραγματεύσεων για τον σχηματισμό κυβέρνησης συνασπισμού CDU/CSU – FDP – Πρασίνων μετά τις εκλογές τον Σεπτέμβριο του 2017.

Στο τέλος ο Λίντνερ τίναξε την προσπάθεια στον αέρα με τη διαπίστωση «Είναι προτιμότερο να μην κυβερνάς, παρά να κυβερνάς κακά», ρίχνοντας την ευθύνη του ναυαγίου στη Μέρκελ.

Οι παραλληλισμοί με τη δραματική διάλυση της τρικομματικής κυβέρνησης του διαδόχου της Ολαφ Σολτς είναι εμφανείς.

Η δύσκολη «χημεία» με τον Ντόναλντ Τραμπ

Με τον Ντόναλντ Τραμπ η Μέρκελ είχε την τραυματική εμπειρία της πρώτης του θητείας ως προέδρου των ΗΠΑ.

Οταν τον επισκέφθηκε για πρώτη φορά στον Λευκό Οίκο, οι κάμερες κατέγραψαν την επιδεικτική άρνησή του να δώσει το χέρι στη γυναίκα καγκελάριο της Γερμανίας.

Κατέγραψαν επίσης τη ζωγραφισμένη στο πρόσωπό της απορία της Μέρκελ με την ανοίκεια συμπεριφορά του Τραμπ. Με τον «μάτσο» πρόεδρο δεν υπήρχε περίπτωση να κολλήσει η «χημεία» της Μέρκελ.

Αλλά και σε πολιτικό επίπεδο δεν άργησε να έρθει η σύγκρουση, και μάλιστα μετωπική.

Η Μέρκελ αναδείχτηκε στον κύριο εκφραστή και υπερασπιστή των αρχών και αξιών, πολιτικών και πολιτισμικών της Δύσης, απέναντι στην επίθεση που δέχονταν αυτές από τον ηγέτη των ΗΠΑ.

Ο Τραμπ

Συμβολική επίσης ήταν η φωτογραφία με την Ανγκελα Μέρκελ, πανίσχυρη καγκελάριο της Γερμανίας, μεταξύ των ισχυρών του πλανήτη έχοντας απέναντί της τον αμερικανό πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ στη σύνοδο κορυφής της ομάδας G7 στον Καναδά τον Ιούνιο του 2018.

Δεν άργησε και η στιγμή να συνειδητοποιήσει η Μέρκελ τη βαθιά αλλαγή που έφερε ο Τραμπ στη σχέση της Γερμανίας με τις ΗΠΑ.

«Οι εποχές που μπορούσαμε να βασιστούμε εντελώς σε άλλους έχουν παρέλθει. Το έχω βιώσει τις τελευταίες μέρες», διαπίστωσε η Μέρκελ τον Μάιο του 2017, εμφανώς απογοητευμένη από την επαφή της με τον Τραμπ τόσο στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ όσο και της ομάδας G7.

«Εμείς οι Ευρωπαίοι πρέπει πραγματικά να πάρουμε τη μοίρα μας στα χέρια μας», ήταν η διαπίστωση της Μέρκελ για μια εξέλιξη που ήταν ιστορική καμπή για τη Γερμανία, την Ευρώπη, τις ατλαντικές σχέσεις.

Αμεση συνέπεια δεν υπήρξε τότε.

Αλλά η καμπή – Zeitenwende – ήρθε πέντε χρόνια αργότερα, με τη νέα πραγματικότητα για την Ευρώπη και το ΝΑΤΟ που διαμόρφωσε ο ιμπεριαλισμός του Βλαντίμιρ Πούτιν με την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία.

Ο Ντόναλντ Τραμπ δεν άλλαξε. Σε προεκλογική του εμφάνιση στην Πενσιλβάνια, λίγες ημέρες πριν από τις προεδρικές εκλογές, ξιφούλκησε ξανά κατά της Γερμανίας.

«Δεν με αγάπησαν και έχω ρίζες εκεί», είπε θυμίζοντας την καταγωγή των προγόνων του από τη Ρηνανία – Παλατινάτο. «Δεν με αγάπησαν, γιατί είπα: Πρέπει να πληρώσεις. Ανγκελα, δεν πλήρωσες».

Εννοούσε τον στόχο του ΝΑΤΟ για αμυντικές δαπάνες 2% του ΑΕΠ. Τον στόχο ικανοποιεί σήμερα η Γερμανία, υποχρεωμένη να επενδύσει στην άμυνά της, ενώ συνεχίζεται ο πόλεμος της Ρωσίας στην Ουκρανία.

Η πτώση του Τείχους του Βερολίνου

Εχει ενδιαφέρον πώς βλέπει η Ανγκελα Μέρκελ τους πρωταγωνιστές εκείνης της εποχής στα απομνημονεύματά της που κυκλοφορούν με τον τίτλο «Ελευθερία».

Οπως, επίσης, πώς βλέπει και τους άλλους κρίσιμους σταθμούς της προσωπικής και πολιτικής της διαδρομής.

Γνωστό, για παράδειγμα, είναι πώς βίωσε την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, από την οποία συμπληρώνονται αυτές τις ημέρες 35 χρόνια, ένα ορόσημο για τη Γερμανία και τους πολίτες της. Την ημέρα εκείνη η Μέρκελ ήταν απλά στη σάουνα, όπως διηγείται η ίδια. Αργότερα άκουσε για το άνοιγμα του Τείχους και πήγε στο Δυτικό Βερολίνο στο συνοριακό πέρασμα στην οδό Μπόρνχολμερ Στράσε.

Η Μέρκελ είναι κλασική περίπτωση αντιήρωα.

Δεν ηγήθηκε της ειρηνικής επανάστασης των Ανατολικογερμανών που επανένωσε τη Γερμανία.

Είχε όμως την οξυδέρκεια να αναγνωρίζει αμέσως τι συμβαίνει και να αρπάξει την ευκαιρία της στιγμής. Ετσι, έγινε αρχικά «το κορίτσι του Κολ», υπουργός αρχικά στο υποβαθμισμένο υπουργείο Νεότητας και Γυναικών, αργότερα υπουργός Περιβάλλοντος.

Εδειξε ότι δεν τη φοβίζουν οι αλλαγές. Και ήταν η Μέρκελ που μπήκε μπροστά, κόντρα στον πάτρονά της Χέλμουτ Κολ, όταν ο «πατριάρχης» του CDU είχε βυθιστεί στο σκάνδαλο των «μαύρων ταμείων» του κόμματός του. Εγινε πρόεδρος του CDU και 16 χρόνια μετά την πτώση του Τείχους, καγκελάριος της Γερμανίας για 16 χρόνια.

Στο απόγειο της δύναμής της ήταν η ισχυρότερη γυναίκα του πλανήτη.

Η θητεία της στην Καγκελαρία της Γερμανίας είναι η ιστορία μιας σημαντικής περιόδου για τη Γερμανία, την Ευρώπη και πέραν αυτής που σημαδεύτηκε από μια σειρά κρίσεων: από την κατάρρευση της Lehmann Brothers, την «ευρωκρίση», την προσφυγική κρίση του 2015, την πανδημία Covid.

Για τη Μέρκελ οι επιλογές ήταν «χωρίς εναλλακτική», ακόμα και όταν κουβαλούσαν στοιχεία της προσωπικής της βιογραφίας από την εποχή της DDR. Αυτό συνέβη στην προσφυγική κρίση το 2015, όταν κατηγορήθηκε ότι άνοιξε τα σύνορα της Γερμανίας στους πρόσφυγες.

«Δεν ήθελε να είναι η καγκελάριος από την Ανατολική Γερμανία που έκλεισε τα σύνορα της Γερμανίας», λέει ο Τόμας ντε Μεζιέρ, ένας από τους πιο στενούς συνεργάτες και συνοδοιπόρους της.

Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία

και ο συνεχιζόμενος πόλεμος στο κέντρο της Ευρώπης επανέφεραν με δραματικό τρόπο την απόλυτη εξάρτηση της Γερμανίας από τη ρωσική ενέργεια.

Η εξάρτηση αυτή είχε διαμορφωθεί πολύ πριν η Μέρκελ αναλάβει το τιμόνι της Γερμανίας, ανάγεται στην εποχή του Ψυχρού Πολέμου και εντατικοποιήθηκε ακόμα περισσότερο από τον προκάτοχό της, Σοσιαλδημοκράτη καγκελάριο, Γκέρχαρντ Σρέντερ.

Αλλά το ερώτημα γιατί η Ανγκελα Μέρκελ δεν αμφισβήτησε αυτή την εξάρτηση, ακόμη και όταν η επιθετική συμπεριφορά του Πούτιν απέναντι στην Ουκρανία οδήγησε στην προσάρτηση της Κριμαίας το 2014, παραμένει αναπάντητο μέχρι σήμερα.

Η διαχείριση των κρίσεων

Στις λίγες συνεντεύξεις μετά το τέλος της θητείας της, η Μέρκελ απέφυγε να δώσει καθαρή απάντηση. Γνωρίζει καλύτερα από κάθε άλλον ηγέτη τον Βλαντίμιρ Πούτιν.

Η τελευταία τους συνάντηση ήταν τον Αύγουστο του 2021 με την αποχαιρετιστήρια επίσκεψή της στη Μόσχα.

Εξι μήνες αργότερα έγινε η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία.

Τον Σεπτέμβριο του 2022 τοποθετήθηκε για πρώτη φορά δημόσια, μία από τις ελάχιστες φορές που παραβίασε τη δέσμευσή της να μην παρεμβαίνει στα δημόσια πράγματα.

«Πρέπει να γίνουν τα πάντα για να αποκατασταθούν η κυριαρχία και η ακεραιότητα της Ουκρανίας», είπε σε εκδήλωση στο Βερολίνο για τα εγκαίνια του Ιδρύματος Χέλμουτ Κολ.

Αυτό είναι ακόμα ζητούμενο.

Η Μέρκελ έφυγε έπειτα από 16 χρόνια στην Καγκελαρία της Γερμανίας, με δική της επιλογή, όχι ύστερα από ήττα.

Το κόμμα της CDU χρειάστηκε τρία χρόνια για να ολοκληρώσει, με πρόεδρο τον αιώνιο εσωκομματικό της αντίπαλο Φρίντριχ Μερτς, την επαναφορά των Χριστιανοδημοκρατών στο δεξιό πολιτικό φάσμα από το κέντρο που το είχε μετατοπίσει η Ανγκελα Μέρκελ.

Αλλά και οι γενικότερες πολιτικές εξελίξεις των τελευταίων τριών ετών έχουν σαφείς αναφορές στη διαχείριση των κρίσεων που έκανε η Μέρκελ στη διάρκεια της θητείας της. Τα απομνημονεύματά της ίσως φωτίσουν και τα αναπάντητα ακόμα ερωτήματα.

Η σχέση με την Ελλάδα, οι παρεξηγήσεις και η δύσκολη απόφαση

Η σχέση της Μέρκελ με την Ελλάδα δεν ήταν ποτέ απαλλαγμένη από παρεξηγήσεις.

Μαθήτρια γυμνασίου ακόμη είχε την πρώτη επαφή της με την Ελλάδα, όπως μου είχε εκμυστηρευτεί στη διάρκεια συνέντευξης στην ΕΡΤ τον Σεπτέμβριο του 2011: Στην περίοδο της δικτατορίας στην Ελλάδα, η Ανγκελα με μια ομάδα συμμαθητριών της και τη βοήθεια της μητέρας της, που είχε αρχαιοελληνική εκπαίδευση, έστελνε κάρτες με το σύνθημα «Λευτεριά στον Μίκη Θεοδωράκη», τον οποίο είχε φυλακίσει η χούντα. «Απογοητεύτηκα φυσικά», μου είπε, όταν ο Μίκης μετά την αποφυλάκισή του επέλεξε για την πρώτη του συναυλία στη Γερμανία τη δυτική Ομοσπονδιακή Γερμανία και όχι την κομμουνιστική DDR.

Ηταν η πρώτη απογοήτευση της Μέρκελ στη σχέση της με την Ελλάδα.

Πολλά χρόνια αργότερα, στις αντιμνημονιακές διαδηλώσεις της περασμένης δεκαετίας στην Ελλάδα, οι διαδηλωτές της φόρεσαν και το μουστάκι του Χίτλερ.

Οι σχέσεις της Ελλάδας με τη Γερμανία ποτέ δεν ήταν τόσο στενές, δύσκολες και απαιτητικές όσο στη διάρκεια της κρίσης χρέους την περασμένη δεκαετία, στη διαχείριση της οποίας η Μέρκελ έπαιξε καθοριστικό ρόλο.

Αλλά ήταν η Μέρκελ που κόντρα στον Σόιμπλε κράτησε την Ελλάδα στο ευρώ το κρίσιμο καλοκαίρι του 2015.

Αργότερα παραδέχτηκε δημόσια ότι μία από τις δυσκολότερες αποφάσεις της θητείας της ήταν, όταν «ζήτησε πολλά από τους Ελληνες».

Πολιτικό κόστος

«Το πρόγραμμα στήριξης της Ελλάδας είναι μονόδρομος, («alternativlos») για τη σταθεροποίηση του συνόλου της ευρωζώνης», ήταν το επιχείρημα της Μέρκελ στην Ομοσπονδιακή Βουλή, κάθε φορά που έπρεπε να εγκριθούν τα μνημόνια για την Ελλάδα και οι εκταμιεύσεις των δόσεων από την Αθήνα.

Η Μέρκελ πλήρωσε – το κόμμα της πληρώνει ακόμα σήμερα – το πολιτικό κόστος αυτής της επιλογής.

Για πρώτη φορά παγιώθηκε στον πολιτικό χάρτη της Γερμανίας ένα κόμμα στα δεξιά της συντηρητικής Χριστιανικής Ενωσης CDU-CSU, η «Εναλλακτική για τη Γερμανία» (AfD).

Ιδρύθηκε κόντρα στο δεύτερο μνημόνιο για την Ελλάδα πριν από τις γερμανικές εκλογές του 2013.

Μετά την προσφυγική κρίση του 2015 μετεξελίχτηκε στο σημερινό ακροδεξιό, εξτρεμιστικό κόμμα, που είναι σήμερα στις δημοσκοπήσεις δεύτερη δύναμη.