Για πολλούς η εκλογή Τραμπ αποδίδεται σε έναν σημαντικό βαθμό στις πολλές φοροαπαλλαγές που υποσχέθηκε στους συμπατριώτες του. Ο νέος αμερικανός πρόεδρος υποσχέθηκε απαλλαγή από τον φόρο για τα ομοσπονδιακά επιδόματα, την αγορά αμερικάνικου αυτοκινήτου και τη φιλοξενία ηλικιωμένου, μέχρι την έκπτωση φόρου για την αγορά πρώτης κατοικίας.

Στην Ελλάδα ωστόσο φαίνεται ότι αυτή την τακτική την έχουμε ανακαλύψει πολύ νωρίτερα, στη μεταμνημονιακή περίοδο. Μεγάλο μέρος της ασκούμενης κυβερνητικής πολιτικής γίνεται μέσω φοροαπαλλαγών. Ο προϋπολογισμός του 2025, που σε λίγες μέρες ψηφίζεται στη Βουλή, περιλαμβάνει ήδη αρκετές νέες φοροαπαλλαγές. Από κίνητρα για το άνοιγμα των κλειστών διαμερισμάτων, μέχρι την έκπτωση από τον ΕΝΦΙΑ για τα ασφαλισμένα ακίνητα, έως και μια σειρά νέων φοροαπαλλαγών στις επιχειρήσεις για τους εργαζομένους τους που έχουν οικογένεια. Η τάση αυτή της οικονομικής πολιτικής μέσω φοροαπαλλαγών τείνει να γίνει συνήθεια. Το 2016 και πιο πριν, οι φοροαπαλλαγές είχαν περιοριστεί σε 716, συνολικού ύψους 3 δισ. ευρώ. Μέσα στην πανδημία, το 2021 αυξήθηκαν σε 987, στα 8,9 δισ. ευρώ. Μετά από αυτήν θα περίμενε κανείς ότι θα «ξεφούσκωναν», λόγω του έκτακτου χαρακτήρα των ρυθμίσεων. Τελικά οι περισσότερες παρέμειναν και προστέθηκαν και πολλές άλλες.

Επισήμως το ελληνικό Δημόσιο παρείχε το 2024 1.064 φοροαπαλλαγές ύψους 15,5 δισ. ευρώ στους φορολογουμένους του. Το μεγαλύτερο μέρος, περίπου το ένα τρίτο, αφορά το όφελος από το αφορολόγητο που παρέχεται σε όλους τους φορολογουμένους. Αλλες αφορούν τον μειωμένο φόρο που ισχύει για κάποιες επιχειρήσεις (όπως τις νεοϊδρυόμενες), τον μειωμένο ΦΠΑ, την απαλλαγή από τον φόρο ασφαλίστρων, από τον ΕΝΦΙΑ, από τους Ειδικούς Φόρους Κατανάλωσης και τα Τέλη Κυκλοφορίας.

Εκτός αυτών που υπολογίζονται, υπάρχουν ακόμα περισσότερες, που κανένας δεν τις προσμετράει. Και ας καταλήγουν ως όφελος στις τσέπες φορολογουμένων. Μια χαρακτηριστική άτυπη φοροαπαλλαγή, που αφειδώς δωρίζει το ελληνικό κράτος, είναι η δυνατότητα μεταβίβασης μιας κατοικίας, στη συνήθως πολύ χαμηλότερη αντικειμενική και όχι στην πολλαπλάσια με τις σημερινές αξίες εμπορική τιμή του ακινήτου. Οι αντικειμενικές είναι γνωστό ότι, παρά την παλαιότερη πρόθεση να ακολουθούν τις εμπορικές, εδώ και χρόνια (από το 2021) έχουν μείνει «παγωμένες» σε παλαιότερες αξίες.

Υπάρχουν και άλλες που δεν μπορούν να μετρηθούν. Οπως οι απώλειες από τον ΦΠΑ των επαγγελμάτων (ιατρικά επαγγέλματα) που εξαιρούνται από την είσπραξή του. Επίσης κάποιες άλλες νομοθετήθηκαν για να βοηθήσουν όσους ξεκινούν την επιχειρηματική τους δραστηριότητα, όπως ο μειωμένος συντελεστής κατά 50% για τα τρία πρώτα χρόνια λειτουργίας μιας επιχείρησης εφόσον τα εισοδήματά της δεν ξεπερνούν τα 10.000 ευρώ, μαζί με τη μείωση της προκαταβολής, που οδηγεί σε πολλές περιπτώσεις σε δήλωση χαμηλών εισοδημάτων προκειμένου να συνεχίσουν οι δικαιούχοι να απολαμβάνουν τη φοροαπαλλαγή.

Ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας είχε επισημάνει πέρυσι την ανάγκη συνεχούς επανεξέτασης των φοροαπαλλαγών, προκειμένου να διαπιστώνεται αν τις λαμβάνουν αυτοί που τις δικαιούνται. Στην κυβέρνηση επέλεξαν να μην το κάνουν και παράλληλα να τις ενισχύσουν για το επόμενο έτος. Επέτειναν έτσι το καθεστώς μιας τρίτης παράλληλης οικονομικής πολιτικής, με περιορισμένη εποπτεία και έλεγχο, δίπλα στα έσοδα και τις δαπάνες, που απονέμει απαλλαγές από την κρατική φορολογία…