O Μιχάλης Πανάδης με τη φρέσκια σκηνοθετική του ματιά σκηνοθετεί την Κόρα Καρβούνη και τον Χρήστο Κοντογεώργη στο «John» της βραβευμένης με Πούλιτζερ Αννι Μπέικερ. Στην παράσταση πρωταγωνιστούν, επίσης, η Γιούλη Τσαγκαράκη και η Καλλιόπη Παναγιωτίδου.
Το έργο έκανε πρεμιέρα το 2015 στο Signature Theatre στη Νέα Υόρκη και δημιούργησε μεγάλη αίσθηση σε κοινό και κριτικούς. Τώρα, ανεβαίνει για πρώτη φορά στην Ελλάδα από τις 31 Οκτωβρίου και εγκαινιάζει την επαναλειτουργία του θεάτρου Δίπυλον.
Η Αννι Μπέικερ, μια από τις πιο σημαντικές φωνές της σύγχρονης αμερικανικής δραματουργίας, εξερευνά στα έργα της και ιδιαίτερα στο «John» την ανθρώπινη ευαλωτότητα με ευαισθησία και διηθητικότητα.
Η ιστορία του έργου τοποθετείται σ΄ένα μικρό πανδοχείο με «βούληση». Μια πρόσχαρη ξενοδόχος και η τυφλή φίλη της με το σκοτεινό παρελθόν. Ένα ζευγάρι που αντιμετωπίζει προβλήματα στη σχέση του και παλεύει να μείνει μαζί, ενώ κάνει tour σε μνημεία πολέμου.
Παιδικά τραύματα, λατινικά ξόρκια, λίστες πουλιών, πλάσματα του Lovecraft, το άγρυπνο σύμπαν που παρακολουθεί, φαντάσματα και υπερφυσική δραστηριότητα, νεοπλατωνισμός, μια θυμωμένη κούκλα, δυσπιστία και απιστία.
Ένα σκηνικό γεμάτο ένταση και μυστήριο, όπου κάθε λεπτομέρεια έχει σημασία. Χαρακτήρες πολύπλοκοι και βαθιά ανθρώπινοι, διάλογοι γεμάτοι υπονοούμενα και μία σιωπή εκκωφαντική.
Η παράσταση προσκαλεί τους θεατές να εξερευνήσουν τις λεπτές αποχρώσεις των σχέσεων και της ανθρώπινης φύσης, καθώς εξετάζει θέματα όπως η μοναξιά, η απώλεια, και οι αδιόρατες δυνάμεις που επηρεάζουν την ανθρώπινη ύπαρξη.
Οι ηθοποιοί της παράστασης μιλούν στα «Νέα» για το ρόλο τους, πώς τον αντιμετωπίζουν και το έργο.
Χρήστος Κοντογεώργης
«Ο Ελάιας είναι ένας τριαντάρης, παιδί χίπιδων, που μεγάλωσε μέσα σε ένα απίστευτα ελεύθερο περιβάλλον, τόσο για την συντηρητική εποχή που γεννήθηκε όσο και για την εποχή που ζει ως ενήλικας.
Αυτή η δίχως πουριτανισμούς και μικροαστισμούς, αγωγή που έλαβε, με τον τρόπο που την έλαβε, τον οδήγησε σε μια προσωπικότητα με κοινωνικές αγκυλώσεις, δυσκολία σύνδεσης με άλλους ανθρώπους, έλλειψη ενσυναίσθησης, έλλειψη προσωπικού φίλτρου, κολλημένο σε μια παιδικοεφηβική ηλικία που αναζητά συνεχώς μία περιπέτεια, αγάπη, κατανόηση, τρυφερότητα κι επαφή.
Έτσι δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος αναγκών που δεν του ικανοποιούνται και δεν μπορεί να εκπληρώσει. Ασχέτως της αφετηρίας του καθενός, ο Ελάιας, αποτελεί ένα σύμβολο στην πραγματικότητα του σύγχρονου ανθρώπου.
Ενός ανθρώπου που έχει κλειστεί στον εαυτό του, αγνοεί την σημαντικότητα της κοινωνικοποίησης, του να δίνεις και να δίνεσαι, της πραγματικής απόλαυσης και της άφεσης σε μικρές στιγμές (σε μια μουσική, ένα βιβλίο, μία ματιά, ένα άγγιγμα, μία αγκαλιά). Αυτό γιατί η κοινωνία είναι έτσι δομημένη ώστε να δίνουμε σημασία στα “μεγάλα” και στην εντύπωση που έχουν οι άλλοι για μας.
Έτσι επενδύουμε σε πράγματα όπως καλή δουλειά, καλή εικόνα, καλή εμφάνιση, μεγάλες περιπέτειες στις οποίες συμμετέχουμε αμέτοχοι κι απλώς βάζουμε “τικ” στο κουτάκι, καλοί ερωτικοί σύντροφοι σύμφωνα με τα άρθρα κ.ο.κ.
Δυστυχώς όμως, έτσι ξεχνάμε τις πραγματικές ανάγκες μας, στρέφουμε τον προβολέα σε μας ψάχνοντας χωρίς τα κατάλληλα εργαλεία και παράλληλα παραμελούμε ή αμελούμε τους άλλους γύρω μας, καταλήγουμε μόνοι και πεθαίνουμε μόνοι».
Καλλιόπη Παναγιωτίδου
«Η Τζένη είναι μια κοπέλα στα τριάντα της, ζει στη Νέα Υόρκη και εργάζεται σε ένα τηλεπαιχνίδι γνώσεων.
Καταφθάνει στο πανδοχείο τη Μερτις με τον σύντροφό της τον Ελάιας. Πρόκειται για ένα εσωστρεφές και φοβικό πλάσμα, το οποίο δεν ξέρει τι ακριβώς θέλει και αν αυτό που
υ θέλει μπορεί να το αρθρώσει.
Αυτό δημιουργεί και πολλά προβλήματα στη σχέση της με τους ανθρώπους γενικά και με τον Ελάιας ειδικά.
Αισθάνεται παραμελημένη, βαθιά μόνη και αδικημένη. Μην μπορώντας να διεκδικήσει ό,τι επιθυμεί εγκλωβίζεται σε λανθασμένες επιλογές και διαιωνίζει ένα φαύλο κύκλο. Η επίσκεψη στο πανδοχείο πυροδοτεί όλες της τις φοβίες.
Η μεγαλύτερη φοβία της είναι η παιδική της κούκλα, η Σαμάνθα, η οποία ενδέχεται να την ακολούθησε ως εκεί. Αυτό, βέβαια, δεν είναι σίγουρα για καλό.
Η συναναστροφή της, όμως, με τη Μέρτις (ιδιοκτήτρια του πανδοχείου) και τη φίλη της, τη Ζενεβιέβ θα την οδηγήσουν σε πρωτόγνωρα μονοπάτια. Αυτή είναι και η αγαπημένη μου σκηνή του έργου.
Πρόκειται για τη σκηνή που οι τρεις γυναίκες συζητώντας ανέμελα περνούν από το γέλιο στη θλίψη, από το όλες μαζί στο εντελώς μόνες και ξανά πάλι από την αρχή.
Όπως ακριβώς συμβαίνει και στη ζωή. Και είναι ίσως η μόνη σκηνή που οι ηρωίδες επικοινωνούν μεταξύ τους ολοκληρωτικά, δίχως κανένα φίλτρο, και πολλές φορές χωρίς να είναι ανάγκη καν να ειπωθούν με λόγια όσα διακυβεύονται.
Το αν αυτή η αλληλεπίδραση είναι αρκετή για να κάνει η Τζένη την υπέρβαση και να απελευθερωθεί απ’ ό,τι την εμποδίζει να διεκδικήσει αυτό που έχει πραγματικά ανάγκη, μένει να αποδειχθεί».
Κόρα Καρβούνη
«Υποδύομαι την Μερτις, την ιδιοκτήτρια του πανδοχείου, όπου έρχονται ως επισκέπτες η Τζένη και ο Ελάιας.
Είναι μια πολύ περιποιητικη και γενναιόδωρη κυρία με μια βαθύτατη αγάπη για τον άνθρωπο, η οποία δεν αποκαλύπτεται εξ αρχής.
Αντιθέτως, μοιάζει λίγο περίεργη και αλλοπρόσαλλη.
Η καλύτερη της φίλη είναι μια τυφλή κυρία που ξεπέρασε την τρέλα.
Οι δυο τους έχουν ζήσει σε μεγάλη σκληρότητα αλλά δείχνουν να έχουν κατανοήσει την δυσκολία και τον πόνο της ζωής περισσότερο από το σύγχρονο νεαρό ζευγάρι.
Η αγαπημένη μου σκηνή είναι όταν η Μερτις περιγράφει το ηλιοβασίλεμα.
Βρίσκω πολύ συγκινητικό το γεγονός πως αυτή η γυναίκα που κάποτε δούλευε σε νοσοκομείο καθαρίζοντας πάπιες μπορεί να μιλήσει σαν ποιητής της ζωής και μπορεί να εκτιμήσει την ομορφιά της σε τόσο απλά και μικρά πράγματα.
Η φράση που την χαρακτηρίζει είναι «όχι τόσο μόνη μέσα στην μοναξιά μου» και την έχει κάνει πράγματι στάση ζωής».
Γιούλη Τσαγκαράκη
«Ο ρόλος που υποδύομαι είναι της Ζενεβιέβ.
Μια γυναίκα γύρω στα 53, τυφλή – που έχει περάσει μια γεμάτη αλλά και πολύ δύσκολη ζωή.
Ζώντας για τον όχλο, για το τι θα πει ο κόσμος, έφτασε σε ακραίες καταστάσεις. Σε σημείο να τρελαθεί, όπως αναφέρει στο έργο η ίδια. Όμως οι δυσκολίες την έκαναν να μπορεί να επιλέξει αργότερα για την ζωή που θέλει να κάνει…Μια ζωή απαλλαγμένη από την κριτική και το βλέμμα του κόσμου… Αγαπημένη μου, είναι μια σκηνή στο τέλος του έργου όπου η Μερτις λέει: ” Όλη η σύγχυση και ο φόβος και το μίσος προς τον εαυτό μου…έφευγαν από πάνω μου σαν να αλλάζω δέρμα. Τα μαγιά λύθηκαν…αν μπορεί να γίνει αυτό, όλα γίνονται!»