Για τον ΣΥΡΙΖΑ τα λέμε τόσον καιρό. Οι λεπτομέρειες της επόμενης ημέρας μετά το ντροπιαστικό συνέδριο και τη νέα διάσπασή του δεν απασχολούν στην πραγματικότητα κανέναν, εκτός από όσους έχουν μερίδιο στη νομή των υπολειμμάτων της εξουσίας τους – τους βουλευτές, τους υπαλλήλους του κόμματος στη Βουλή, στην Τοπική Αυτοδιοίκηση και όπου αλλού, τα επαγγελματικά στελέχη, όσους έχουν απολαβές και νταραβέρια ακόμα με το κόμμα. Το θέμα της ηγεσίας του μας απασχολεί ως περίεργο και ως αφορμή για πλάκα: ποιος θα κερδίσει το κόμμα, ένας ηθοποιός, ένας ποιητής και τραγουδιστής, ο αδελφός ενός άλλου τραγουδιστή ή ένας μαντιναδόρος; Η εχθροπάθεια που έχει μεταφερθεί στο εσωτερικό του παράγει άνευ σημασίας αστεία – ποιος νοιάζεται αν ο Πέτρος Παππάς, βουλευτής Κιλκίς, αποκαλείται αποστάτης;

Ωστόσο, ό,τι έχει προκύψει και από την αποτυχία και τη διάλυση του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι χωρίς συνέπειες. Η Βουλή, αυτή τη στιγμή, είναι κατακερματισμένη με κόμματα που σχεδόν στο σύνολό τους διακινούν και υποστηρίζουν διάφορες εκδοχές αντισυστημισμού, που μπορεί να δημιουργεί συμβάντα, να διακινεί τερατώδεις φήμες και ψέματα, να συκοφαντεί και, κυρίως, να συμβάλλει στην αμφισβήτηση του πολιτικοκοινωνικού στάτους. Μια ιδεολογική πανσπερμία η οποία, όμως, εκφράζεται όπως εκφράζονταν οι Αγανακτισμένοι της πάνω και της κάτω πλατείας μαζί – με μοναδική διαφορά ότι όλοι αυτοί βρίσκονται μέσα κι όχι έξω από το κοινοβούλιο.

Απέναντι στο κλίμα αυτό υπάρχει μια σοβαρή πλειοψηφία του κυβερνώντος κόμματος, που βάλλεται από την Ακροδεξιά, χωρίς προς το παρόν σοβαρές συνέπειες. Για καλή της τύχη, η ΝΔ μπορεί να υιοθετήσει δεξιότερη ρητορική χωρίς να πλήττεται η ουσία των πολιτικών που ως σήμερα υπηρετεί – ενώ έχει περιθώρια χρόνου και μετρά τα δημοσιονομικά περιθώρια προκειμένου να δείξει ότι και θέλει και μπορεί να εκφράζει τη μεσαία τάξη.

Από τον χυλό του αντισυστημισμού θα μπορούσε να ξεφύγει και το ΠΑΣΟΚ – που για καιρό έπαιζε τον ρόλο του εναλλακτικού ΣΥΡΙΖΑ. Ωστόσο, δεν θα είναι οσονούπω αξιωματική αντιπολίτευση εξαιτίας αυτού του ρόλου αλλά επειδή ο ΣΥΡΙΖΑ καταστράφηκε από μόνος του. Αντίθετα, το ΠΑΣΟΚ έχει ευκαιρία να αναπτυχθεί ως κόμμα εξουσίας, με λιγότερα συνθήματα και περισσότερες σύγχρονες, ευρωπαϊκές επεξεργασίες για τα μεγάλα θέματα της χώρας. Για να το πω απλά, το ΠΑΣΟΚ έχει την ευκαιρία να σκεφτεί ότι δεν είναι το κόμμα του Ανδρέα Παπανδρέου, είναι και το κόμμα του Κώστα Σημίτη.

Με άλλα λόγια, ο Νίκος Ανδρουλάκης βρίσκεται σε σταυροδρόμι. Θα συνεχίσει να συνθηματολογεί ή, επιτέλους, θα σκεφτεί τον ρόλο του κόμματος τα δύσκολα χρόνια της χρεοκοπίας και, ιδίως, τα χρόνια της συγκυβέρνησης και της στάσης απέναντι στον συριζανελίτικο λαϊκισμό; Κι έπειτα, σε ποια αξιωματική αντιπολίτευση θα είναι αρχηγός; Σε φυτώριο ριζοσπαστικής διαμαρτυρίας, σε μια ρεπλίκα του 1981 ή σε ένα μεταρρυθμιστικό κόμμα εξουσίας, ασφαλώς της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, που με ρεαλιστικό πρόγραμμα θα διεκδικήσει το δημοκρατικό Κέντρο, το οποίο κάποτε προνομιακά εξέφραζε.

Αν μάλιστα είναι αποφασισμένοι στο ΠΑΣΟΚ να συνθέσουν, ας αποφασίσουν ότι συμπορεύονται και με την Αννα Διαμαντοπούλου, η οποία δεν είναι «μια δεξιά» που ξέμεινε αλλά μια προσωπικότητα του Κινήματος με δημοκρατικό βάθος. Τις προάλλες, αντιπαρατέθηκε με τον Νάσο Ηλιόπουλο για τις αμερικανικές εκλογές. Δεν θα έπρεπε το ΠΑΣΟΚ να την καλύψει; Θα συνεχίσει να αυτοϋπονομεύεται λογοδοτώντας στους κληρονόμους του Τσαουσέσκου, στην πιθανότητα δημιουργίας κάποτε ενός λαϊκού μετώπου; Πέρασαν τόσο πολλά και στο ΠΑΣΟΚ. Επαθαν, δεν μπορεί να μην έμαθαν.

Σκοτωνόμαστε στους δρόμους

Κάθε μέρα, σε κάποιο σημείο της χώρας, κάποιο αυτοκίνητο ή κάποια μηχανή βγαίνει από τον δρόμο, χτυπάει σε στηθαίο, παρασύρει πεζούς, πέφτει με δύναμη σε δέντρα ή σε τοίχους, συγκρούεται. Τις προάλλες στο Αγρίνιο, χθες στην Κυψέλη.

Ολοι ξέρουμε τι συμβαίνει, αλλά κάνουμε σαν να μη μας αφορά. Αυτά συμβαίνουν επειδή πολύς κόσμος οδηγεί χωρίς στοιχειώδη σεβασμό στους οδικούς κανόνες. Επειδή στον δρόμο είμαστε τέρατα, αυθαιρετούμε συστηματικά και δεν τηρούμε τα στοιχειώδη ακόμα και στους τρεις πιο σοβαρούς λόγους πρόκλησης ατυχήματος: οδηγούμε μεθυσμένοι, περνάμε με άνεση με κόκκινο (επιτέλους, ο περιφερειάρχης Αττικής θα βάλει κάμερες), μιλάμε συνέχεια στο κινητό. Ολα αυτά ανενόχλητοι. Τα περισσότερα δυστυχήματα γίνονται για κάποιον από αυτούς τους λόγους. Είναι πολύ το αίμα με το οποίο πληρώνουμε την ιδιότυπη χειραφέτησή μας στο τιμόνι.

Ποιος φταίει για αυτό το ζήτημα; Ασφαλώς, οι νοοτροπίες μας. Αλλά πρωτίστως το κράτος που, ενώ ξέρει, συνεχίζει τη χαλαρή αστυνόμευση των δρόμων. Πρακτικά, ο καθένας κάνει ό,τι θέλει. Και στο τέλος, πληρώνουμε τον λογαριασμό στα νοσοκομεία και, ιδίως, στα νεκροταφεία. Δεν γίνεται όμως γι’ αυτό να μην ιδρώνει το αφτί κανενός.