Ακριβώς όπως το λέει το τραγούδι του Απόστολου Καλδάρα σε στίχους Πυθαγόρα. Τι να θυμηθώ, τι να ξεχάσω από την πορεία του ΣΥΡΙΖΑ τα τελευταία δώδεκα χρόνια. Μια επικίνδυνη πορεία πάνω στη ραχοκοκαλιά του ελληνικού λαού. Θυμόμαστε πώς ξεκίνησε. Σαν το ιππικό που κάλπαζε για να μας απαλλάξει από έναν ζυγό που επινοήθηκε ώστε να παραστήσουν τους απελευθερωτές. Τάζοντας λαγούς με πετραχήλια. Οτι με νταούλια και ζουρνάδες θα μας απάλλασσαν από μνημόνια και εποπτείες. Επένδυσαν στο θυμικό που το ανήγαγαν σε ιδεολογία. Κατάφεραν να πείσουν τον μανάβη της διπλανής πόρτας και την υπάλληλο του διπλανού γραφείου ότι ο Σόιμπλε και η Μέρκελ είχαν κάτι προσωπικό μαζί τους, και αυτό ήταν κάτι παραπάνω από επιτυχία, λειτούργησε ως καύσιμο του οχήματος που θα έφερνε τον ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία. Με γκάζια την εχθροπάθεια, τους προπηλακισμούς, τα γιαούρτια σε πολιτευτές αντίπαλων κομμάτων, τις κρεμάλες.
Τι να ξεχάσω δηλαδή; Το… πήδημα που μας έταξε ο Αλέξης Τσίπρας στην προεκλογική του ομιλία τον Ιανουάριο του 2015 στη Ρόδο όταν στο τέλος είπε «Ιδού η Ρόδος, σε λίγο έρχεται και το πήδημα»; (Ναι, ξέρω, εννοούσε το πήδημα προς την εξουσία.) Τη συνεργασία με τον Πάνο Καμμένο που φώναζε στη Βουλή «Εσείς στα τέσσερα»; Τις ανεκδιήγητες διαπραγματεύσεις του ανεκδιήγητου οικονομικού επιτελείου που πίστευε ότι θα κέρδιζε εντυπώσεις και ουσία με την «αγραβατοσύνη», τα μπουφάν στους ώμους και τα πουκαμισάκια τα κοντομάνικα; (Τώρα οι ίδιοι θυμούνται και αλληλοκαρφώνονται.) Το δημοψήφισμα; Το καινούργιο μνημόνιο; Εκείνη τη φιέστα μίσους στην πρώτη επέτειο της διακυβέρνησης που πρόβαλλαν σε video wall φωτογραφίες «αντιμνημονιακών» δημοσιογράφων και οι κερκίδες γιουχάιζαν μετατρέποντας τον χώρο σε ρωμαϊκή αρένα; Την τοξικότητα στον δημόσιο λόγο, τα «ουστ», τα «ψόφα» και τους καρκίνους που μοίραζαν στο Διαδίκτυο; Την απόφαση να κλείσουν κανάλια, εφημερίδες, ό,τι τέλος πάντων δεν υποτασσόταν στις επιθυμίες τους; Κάπως έτσι συγκροτήθηκε και το αντισύριζα μέτωπο, ως μια συνειδησιακή αντίσταση σε αυτό το νέφος που μας περιέβαλλε.
Ο ΣΥΡΙΖΑ ανέβασε τα ποσοστά του και στίλβωσε την ταυτότητά του λόγω της κυβερνητικής προοπτικής. Στις εκλογές του 2019 η υπόσχεση στους ψηφοφόρους του ήταν ότι η αντιπολίτευση θα είναι προσωρινή, ένα εφαλτήριο που θα οδηγήσει σε νέες νίκες και θα αποδείξει ότι η «αριστερή παρένθεση» όχι μόνο δεν θα είναι παρένθεση αλλά θα κάνει παρένθεση τη Δεξιά στην εξουσία. Και ύστερα, ήρθαν οι μέλισσες…
Η παραίτηση Τσίπρα, ο εισοδισμός Κασσελάκη, αυτό το τσίρκο που ακολούθησε, τα όσα συνέβησαν το Σαββατοκύριακο ήταν απλώς χρονικά μίας προαναγγελθείσας διάλυσης. Με νταούλια ανέβηκε ο ΣΥΡΙΖΑ, με νταούλια θα κατακρημνιζόταν. Οι συνθήκες τού τότε όμως τα έκαναν να φαντάζουν σε πολλούς θριαμβικά, σε κάποιους απειλητικά και σε λίγους γελοία. Τώρα, οι συνθήκες έχουν αλλάξει και η γελοιότητα έχει μείνει απόλυτα εκτεθειμένη. Και όλα να τα προσπεράσεις, φτάνει το ότι ποιο κόμμα θα είναι αξιωματική αντιπολίτευση εξαρτάται από την απόφαση της Θεοδώρας Τζάκρη, της Νίνας Κασσιμάτη και από το αν θα κατεβεί υποψήφια στον Πειραιά με το κόμμα του Κασσελάκη (που δεν έχει ακόμη συγκροτηθεί επίσημα) η Σοφία Βόσσου. Μετά από αυτό τι να μας πει κι ο «Καμπανέλλος»;
Αποτυπώματα
Το τέλος του ΣΥΡΙΖΑ, αυτός ο επιθεωρησιακός τρόπος με τον οποίον συντελείται, ακόμη και ότι ο Κασσελάκης διεκδικεί – με ελληνοαμερικανικό αξάν και ογκώδη άγνοια – την εκπροσώπηση της Αριστεράς στην Ελλάδα, κάνουν τους φίλους μου να γελούν. Συγγνώμη, εγώ δεν μπορώ. Ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να συρρικνώνεται δραματικά, μπορεί να έχει σπάσει το κοντέρ της αυτογελοιοποίησης αλλά το αποτύπωμα που αφήνει είναι πολύ βαθύ, δεν σβήνει εύκολα.
Αυτή η τοξικότητα και η εχθροπάθεια που επέβαλε και μέσω των οποίων επιβλήθηκε έχουν εγκατασταθεί στην κοινωνία μας, έχουν προκαλέσει ένα είδος εθνικής κατάθλιψης. Διότι δεν ήταν φαινόμενο, ήταν νοοτροπία. Που εύκολα καλλιεργείται και δύσκολα εξανεμίζεται.