Εδώ και αρκετά χρόνια η ισραηλινή εφημερίδα «Haaretz» έχει μια τακτική στήλη ονόματι «Holylandings», με συνεντεύξεις καθημερινών ανθρώπων που φτάνουν ή ετοιμάζονται να αναχωρήσουν από το αεροδρόμιο Μπεν Γκουριόν. Πριν από μερικές εβδομάδες φιλοξένησε τη μαρτυρία μιας 26χρονης Ισραηλινής ονόματι Ινμπάρ Γκερστάιν, η οποία μόλις είχε πάρει το πτυχίο της στο animation και ετοιμαζόταν να πετάξει για Βερολίνο με στόχο να εγκατασταθεί εκεί, άγνωστο για πόσο. Η δημοσιογράφος τη ρώτησε πώς είχαν αντιδράσει οι γύρω της, και εκείνη τής είπε πως φοβόταν ιδιαίτερα την αντίδραση μιας συγκεκριμένης «στενής φίλης», μιας επιζήσασας του Ολοκαυτώματος, αλλά τελικά εκείνη την εξέπληξε λέγοντάς της: «Να πας και να το απολαύσεις».
Οπως ήταν λογικό, η δημοσιογράφος θέλησε να μάθει πώς είχε γίνει μια τόσο νεαρή γυναίκα «στενή φίλη» με μια επιζήσασα του Ολοκαυτώματος. Η Ινμπάρ τής είπε πως την είχε γνωρίσει ενόσω πήγαινε ακόμη σχολείο, στο πλαίσιο ενός προγράμματος συναντήσεων με επιζώντες του Ολοκαυτώματος, όταν είχαν ανεβάσει μικρά θεατρικά που δραματοποιούσαν τις ιστορίες τους. Της είπε επίσης πως δεν είναι «η κλασική» επιζήσασα του Ολοκαυτώματος, είναι ένας άνθρωπος που προτιμάει να κάνει παρέα με νέους, πολύ ευθύς και ντόμπρος, και πως έπειτα από εκείνα τα θεατρικά λίγες φορές έχουν μιλήσει για το Ολοκαύτωμα, έμαθε όμως από εκείνη πως το κακό και η βαναυσότητα παίρνουν πολλές διαφορετικές μορφές.
Η ηλικιωμένη φίλη της τής είχε μιλήσει για μια συγκεκριμένη αξιωματικό των Ναζί, που ήταν υπεύθυνη για εκείνη και την ομάδα των συγκρατουμένων της στο στρατόπεδο συγκέντρωσης. Της είχε πει πως φώναζε και ήταν επιθετική, παράλληλα όμως έκρυβε φαγητό για εκείνες σε μέρη όπου ήξερε πως θα το βρουν και αν κάποια ήταν πολύ αδύναμη και άρρωστη, της ανέθετε μια διαφορετική, πιο εύκολη, δουλειά. Αντιθέτως, πρόσθεσε, εξεπλάγη δυσάρεστα ανακαλύπτοντας πως πολλοί Εβραίοι στο Ισραήλ δεν ήθελαν, ακριβώς, το καλό της και δεν θέλησαν να τη βοηθήσουν όταν χρειάστηκε βοήθεια. «Το κακό», διαβεβαίωσε τη δημοσιογράφο η 26χρονη που ετοιμαζόταν να μεταναστεύσει στο Βερολίνο, «εμφανίζεται με διαφορετικές ταυτότητες και διαφορετικά πρόσωπα. Ο πόνος δεν αλλάζει μόνο λόγω της ταυτότητας του ατόμου που τον προκαλεί».
Το πρωί της περασμένης Πέμπτης, λίγες ώρες πριν από τον ποδοσφαιρικό αγώνα Αγιαξ – Μακάμπι Τελ Αβίβ στο Αμστερνταμ και τις βίαιες επιθέσεις σε βάρος ισραηλινών οπαδών που ακολούθησαν, η Bundestag πέρασε το ψήφισμα για την καταπολέμηση του αντισημιτισμού που είχε υποσχεθεί στον εαυτό της έναν χρόνο νωρίτερα, μετά την τρομοκρατική επίθεση της Χαμάς στο Νότιο Ισραήλ που πυροδότησε τον πόλεμο στη Γάζα. Τα κρούσματα αντισημιτισμού έχουν αυξηθεί σε ολόκληρη την Ευρώπη και η Γερμανία δεν αποτελεί εξαίρεση, τα επίσημα στοιχεία μιλούν για 80% αύξηση των σχετικών αδικημάτων. Το ψήφισμα πέρασε λοιπόν με μεγάλη διακομματική πλειοψηφία, και εντούτοις προκάλεσε πολλές αντιδράσεις, και από νομικούς, και από οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών, και από εξέχοντες εβραίους διανοουμένους – πρωτίστως, λόγω της πρόθεσής του να εξαρτήσει τις δημόσιες επιχορηγήσεις για έργα πολιτισμού και επιστήμης από την τήρηση του λειτουργικού ορισμού της Διεθνούς Συμμαχίας για τη Μνήμη του Ολοκαυτώματος (IHRA) για τον αντισημιτισμό. Γιατί ο ορισμός αυτός έχει προκαλέσει έντονη συζήτηση ακόμα και εντός της εβραϊκής κοινότητας, αρκετοί, στο αριστερό κομμάτι της, θεωρούν πως συγχέει την κριτική του Ισραήλ με τον αντισημιτισμό.
Είναι μία από αυτές τις συζητήσεις, ένα από αυτά τα θέματα που κάνουν σε πολλές ευρωπαϊκές κοινωνίες, συμπεριλαμβανομένης της δικής μας, τους (περισσότερους) ανθρώπους να χωρίζονται αντανακλαστικά σε δύο στρατόπεδα και να μη δέχονται μετά κουβέντα. Οχι απαραίτητα επειδή δεν ξέρουν πως ο κόσμος δεν πολυσυμπαθεί τον μανιχαϊσμό, αλλά για τον απλό λόγο ότι το να διστάζεις και να αναθεωρείς, να δίνεις προσοχή και να επανεξετάζεις διαρκώς τις θέσεις και τα κίνητρά σου είναι απείρως κουραστικότερο. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο όμως έχει τόση σημασία να αναζητούμε, να ακούμε και να διαβάζουμε πρόσωπα που ξέρουν πολύ καλύτερα από εμάς για τι μιλάμε και σκέφτονται διαφορετικά, αντισυμβατικά.
Οπως τους 150 εβραίους καλλιτέχνες, συγγραφείς και διανοουμένους που ζουν στη Γερμανία, ανάμεσά τους η ηθοποιός Κάντις Μπράιτζ, η συγγραφέας Ντέμπορα Φέλντμαν και ο βιολονίστας και βιολίστας Mάικλ Μπάρενμποϊμ, που συνυπέγραψαν τον Αύγουστο ανοιχτή επιστολή εκφράζοντας «βαθιά ανησυχία» για το σχεδιαζόμενο ψήφισμα, επισημαίνοντας ότι, παρά τον ισχυρισμό πως «προστατεύει την εβραϊκή ζωή στη Γερμανία», «υπόσχεται, αντίθετα, να τη θέσει σε κίνδυνο», «συνδέοντας όλους τους Εβραίους με τις ενέργειες της ισραηλινής κυβέρνησης, ένα διαβόητο αντισημιτικό τροπάριο». Ή, για να κλείσουμε τον κύκλο, τους αρθρογράφους της «Haaretz» – και είναι πολλοί, δεν περιορίζονται στον Γκίντεον Λέβι – που συνδέουν άμεσα τις τελευταίες ημέρες το φριχτό, εγκληματικό πογκρόμ εναντίον ισραηλινών οπαδών της Μακάμπι στο Αμστερνταμ με τη φριχτή, εγκληματική πολιτική του Μπενιαμίν Νετανιάχου, ο οποίος οδηγεί το Ισραήλ σε «έναν πόλεμο όλων εναντίον όλων» με μόνο στόχο να διατηρηθεί στην εξουσία χωρίς ημερομηνία λήξης.
Ανθρωποι που δεν δέχονται να ανήκουν σε κανένα άλλο στρατόπεδο πέρα από εκείνο των ανοιχτών μυαλών – αυτή η ευλογία.