Πόσες προσωπικότητες μπορούν να «χωρέσουν» σε έναν άνθρωπο; Και πόσες ζωές μέσα σε 91 χρόνια; Ο Βαρδής Βαρδινογιάννης, που έφυγε χθες, ήταν ένα παράδειγμα πολλαπλασιασμού όσον αφορά αυτές τις απαντήσεις. Δεν θα μπορούσε άλλωστε να ζήσει «ήπια» και εντός στενών ορίων κάποιος που, όπως ο ίδιος είχε πει, λειτουργούσε και προχωρούσε πάντα σύμφωνα με τις αρχές και τις αξίες του Πολεμικού Ναυτικού. Που θέλει τον καπετάνιο πάντα στη γέφυρα, πάντα να κοιτά μπροστά. Και το «μπροστά» έχει τους κινδύνους αλλά και τη γοητεία του αγνώστου. Και υφάλους και τρικυμίες και κύματα και συνθήκες που σε υποχρεώνουν κάποιες φορές να αλλάξεις πορεία.
Τα πρώτα δύσκολα χρόνια
Το νήμα της περιπετειώδους ζωής του ξεκινά από την Επισκοπή Λαππαίων στο Ρέθυμνο της Κρήτης. Εκεί όπου κατέφυγε από τα Σφακιά η οικογένεια των Βαρδινάκηδων όταν ο «πατριάρχης» Γιάννης Βαρδινάκης το 1877 πρωτοστάτησε στην εξέγερση εναντίον των Οθωμανών. Τον φώναζαν Βαρδινογιάννη και αυτό έμεινε από τότε ως οικογενειακό επώνυμο. Ο Βαρδής, ο γιος του εμπόρου Γιάννη Βαρδινογιάννη και της Χρυσής Θεοδωρουλάκη, γεννήθηκε στις 4 Δεκεμβρίου 1933. Ηταν ο μικρότερος αδελφός του Παύλου, της Αμαλίας, του Σήφη και του Νίκου, ο μεγαλύτερος του Γιώργου, του Θεόδωρου και της Ελένης. Σύνολο οκτώ παιδιά σε χρόνια δύσκολα και φτωχά.
Η εξορία και ο έρωτας
Ο Βαρδής ακολούθησε τα αχνάρια του αδελφού του Νίκου και μπήκε και αυτός στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων από την οποία αποφοίτησε το 1955. Δώδεκα χρόνια όλα κι όλα όμως πρόλαβε να μείνει ως αξιωματικός στο Πολεμικό Ναυτικό. Το 1967 η χούντα τον διατάσσει να μεταφέρει πολιτικούς κρατουμένους σε κάποιο ξερονήσι. Αρνείται, τον «ξηλώνουν» με τον βαθμό του πλωτάρχη και τον εξορίζουν στην Αμοργό. Αργότερα η ελληνική πολιτεία τίμησε τη δράση του και του απένειμε τον τίτλο του Επίτιμου Ναυάρχου. Εν τω μεταξύ όμως είχε ήδη διανύσει μια πορεία ζωής με τη Μαριάννα Μπουρνάκη, τη γυναίκα που στάθηκε δίπλα του, «βράχος» στα δύσκολα και πυρήνας μιας οικογένειας που πίσω από την κοσμοπολίτικη εικόνα της υπήρχαν οι στέρεοι δεσμοί της κρητικής και γενικά της ελληνικής παράδοσης.
Γνωρίστηκαν σε ένα φιλικό σπίτι στον Πειραιά όταν εκείνη ήταν ακόμη μαθήτρια. Ο έρωτάς τους ήταν κεραυνοβόλος και παντρεύτηκαν το 1961 με κουμπάρο τον Χρήστο Λαμπράκη, τον οποίον ο Βαρδής Βαρδινογιάννης είχε γνωρίσει όταν έκανε τη θητεία του. Τα πρώτα χρόνια του γάμου τους ήταν δύσκολα, ουδεμία σχέση με αυτό που σηματοδοτούσε το όνομα Βαρδινογιάννης στις πιο πρόσφατες εποχές. Ο μισθός του σημαιοφόρου που ήταν τότε ο βαθμός του στο Ναυτικό ήταν 2.500 δραχμές, η Μαριάννα δούλευε ως εκφωνήτρια ειδήσεων στην Αμερικανική Βάση για να συμπληρώσει το οικογενειακό επίδομα και στο διαμέρισμα της οδού Πιπίνου στην Κυψέλη έκανε τόσο κρύο που κάποιες φορές κοιμούνταν με τα ρούχα.
Τα πιο δύσκολα όμως ήταν τα χρόνια της εξορίας στην Αμοργό όπου τον ακολούθησε και η Μαριάννα. Εμεναν, όπως έχει πει η ίδια, σε ένα σπίτι χωρίς ηλεκτρικό αλλά η αγάπη των κατοίκων που τους άφηναν έξω από το παράθυρο λίγο γάλα, ψωμί ή αβγά ήταν για εκείνους ένα είδος «ευλογίας» που την κουβάλησαν σε όλη τους τη ζωή και αποτυπώθηκε στο πολύ σημαντικό φιλανθρωπικό έργο τους.
Το 1973 ο Βαρδής Βαρδινογιάννης συμμετείχε στο Κίνημα του Ναυτικού φροντίζοντας να εξασφαλίσει τον ανεφοδιασμό των πλοίων από την εταιρεία του αδελφού του Νίκου, ο οποίος είχε παραιτηθεί από το Ναυτικό και είχε αρχίσει να ασχολείται με τις επιχειρήσεις. Με αυτές τις επιχειρήσεις ασχολήθηκε και ο Βαρδής Βαρδινογιάννης και ανέλαβε τη διοίκησή τους μετά τον αιφνίδιο θάνατο του Νίκου το 1973. Από κει και πέρα η πορεία του καταγράφεται στην οικονομική ζωή του τόπου καθώς υπήρξε ένας από τους κορυφαίους παράγοντές της.
Η επίθεση της 17Ν
Η «17 Νοέμβρη» τον περιέλαβε στους στόχους της και στις 20 Νοεμβρίου του 1990 δέχθηκε επίθεση από την τρομοκρατική οργάνωση. Τρεις ρουκέτες εκτοξεύθηκαν εναντίον του αυτοκινήτου του και σώθηκε καθώς είχε φροντίσει να είναι θωρακισμένο. Ο ίδιος μάλιστα έλεγε για εκείνη την απόπειρα ότι «χτύπησε πέναλτι ο Σαραβάκος και βρήκε δοκάρι». Αργότερα, στη δίκη της «17 Νοέμβρη», κοιτάζοντας κατάματα τους παρ’ ολίγον δολοφόνους του είπε: «Είσαστε τυχεροί που είσαστε εδώ και δεν σας εντόπισα νωρίτερα».
Πάνω απ’ όλα όμως για τον Βαρδή Βαρδινογιάννη ήταν η οικογένειά του. Η Μαριάννα, που έφυγε από τη ζωή πέρυσι τον Ιούνιο, τα παιδιά τους (ο Γιάννης, η Χριστιάννα, ο Γιώργος, ο Νίκος και η Βαρδιάννα), τα δεκατρία εγγόνια τους και τα τρία δισέγγονά τους. Γι’ αυτό και παρά τις πολύ βαριές επαγγελματικές του υποχρεώσεις, το οικογενειακό τραπέζι κάθε μεσημέρι ήταν κανόνας. Ετσι πορεύτηκε στη ζωή του. Με φάρους τις οικογενειακές αξίες, την ηθική της ναυτοσύνης και την παράδοση της Κρήτης. Γι’ αυτό το πιο «πλούσιο», το πιο σημαντικό δώρο που έκανε στους φίλους του ήταν η δικής του παραγωγής τσικουδιά. Ηταν μάλιστα από τις λίγες φορές στην κοινωνική του ζωή που αυτός ο δωρικός, δυνατός άνδρας, ήταν απλώς ένας Κρητικός που ήθελε να μυήσει τους άλλους στην ιεροτελεστία απόλαυσης της τσικουδιάς.