Η σκηνή είχε κάτι το ανησυχητικά κωμικό. Ο άντρας που μάλλον αμέριμνος περπατούσε επί της, όπως πάντα, πολυσύχναστης οδού Τσιμισκή στη Θεσσαλονίκη άρχισε ξαφνικά να κάνει περίεργους χορευτικούς ελιγμούς, σλάλομ στην κυριολεξία, για να αποφύγει όχι μία, ούτε δύο, αλλά τρεις κοπέλες που βάδιζαν προς το μέρος του χωρίς να κοιτάζουν μπροστά. Ευτυχώς, δεν συγκρούστηκε με καμία, αλλά το πώς τα κατάφερε μόνο ο ίδιος το ξέρει. Οι δε κοπέλες δεν θα το μάθουν ποτέ, διότι δεν κατάλαβαν… τίποτα. Οταν ο άντρας ντρίμπλαρε και την τελευταία, οι γυναίκες εξακολουθούσαν να είναι βουλιμικά αφοσιωμένες στη συσκευή που κρατούσαν στο χέρι τους. Το κινητό: η αιτία για την οποία δεν έβλεπαν μπροστά τους ενώ περπατούσαν.
Το παραπάνω είναι ένα ακόμα από τα αμέτρητα «μικρά» περιστατικά που βλέπει κανείς γύρω του (όχι μόνο σε πεζούς αλλά δυστυχώς και σε οδηγούς) εξαιτίας αυτής της «διαβολεμένης» ηλεκτρονικής συσκευής που εδώ και πάρα πολλά χρόνια έχει τόσο ριζικά (και μάλλον αμετάκλητα) αλλάξει τη ζωή μας.
Σύμφωνα με στοιχεία πρόσφατων ερευνών που έχουν πραγματοποιηθεί στην Ευρώπη, περίπου μιάμιση ώρα την ημέρα είναι ο χρόνος που κατά μέσο όρο ο περισσότερος κόσμος αφιερώνει στο κυρίως μηχανικό άγγιγμα του κινητού του.
Λέγοντας «άγγιγμα», εννοώ το «strolling» της οθόνης με τον αντίχειρα – και πράγματι, αν παρατηρήσεις τον κόσμο γύρω σου, θα δεις αυτή την κίνηση να γίνεται διαρκώς. Φέρνω ως παράδειγμα τον ίδιο μου τον εαυτό, καθότι κυκλοφορώ πολύ με τα μέσα μαζικής μεταφοράς. Ενώ παλαιότερα άνοιγα ένα βιβλίο μέσα στο λεωφορείο ή στο μετρό, εδώ και περίπου έναν χρόνο με πιάνω να «χαϊδεύω» το κινητό μου. Πολλές φορές αφηρημένος. Ή αμήχανος. Δεν ενδιαφέρομαι βεβαίως να παίξω παιχνίδια (αυτό προς το παρόν το έχω αποφύγει) αλλά να κοιτάξω τα μέιλ μου, να δω αν έχω κάποιο μήνυμα, μια αναπάντητη κλήση, να μπω στα κοινωνικά δίκτυα κ.ο.κ.
Ειλικρινά δεν με αναγνωρίζω. Εκεί που καταβρόχθιζα σελίδες λογοτεχνικών βιβλίων – θυμάμαι μάλιστα περιπτώσεις που περίμενα πώς και πώς την ώρα που θα έμπαινα στο λεωφορείο ή το μετρό για να διαβάσω –, σήμερα, απλώς, «χαϊδεύω» το κινητό μου. Και για να το κάνω ακόμα χειρότερο, θα πω ότι όποτε δεν έχω σήμα στο μετρό, αντί να εκμεταλλευτώ την ευκαιρία, να βάλω δηλαδή το κινητό στην τσέπη και να βγάλω από την τσάντα το βιβλίο μου (τουλάχιστον ένα βιβλίο εξακολουθεί να υπάρχει πάντα στην τσάντα), δεν το κάνω. Περιμένω να βρεθώ σε σημείο με σήμα για να ασχοληθώ ξανά, «δημιουργικά», με το κινητό μου. Ορισμένες φορές νιώθω πραγματικά ζήλια που βλέπω δίπλα μου κάποιους να διαβάζουν βιβλίο μέσα σε μέσο μαζικής μεταφοράς. Και την ίδια ώρα χαίρομαι που τουλάχιστον αυτοί οι άνθρωποι εξακολουθούν να υπάρχουν.
Εχω καταλήξει στο ότι η ενασχόληση με το κινητό έχει γίνει κάτι σαν εθισμός και το λέω γιατί ενώ θέλω τόσο πολύ να σταματήσω να ασχολούμαι μαζί του, απλώς δεν μπορώ. Δεν περίμενα ότι η απόφαση να ασχοληθεί κανείς μόνο για τα απαραίτητα με το κινητό του θα ήταν τόσο δύσκολη. Και το ειρωνικό είναι ότι σε μια εποχή που όλοι αναζητούμε μια έξτρα στιγμή ηρεμίας στη ζωή μας, ως διαδικασία το κινητό μάς «φορτίζει», ενώ ένα βιβλίο μπορεί να μας «αποφορτίσει» (ας παραβλέψουμε το γεγονός ότι η έκθεση των ματιών μας στην μπλε ακτινοβολία των κινητών όπως εξάλλου όλων των συσκευών αυτού του είδους είναι επίσης ένα πρόβλημα, την ώρα που η έκθεση σε ένα βιβλίο δεν έχει καμία συνέπεια).
Ομως παρατηρώ επίσης ότι έχει προκύψει ένα ακόμα πολύ σημαντικό, υπαρξιακό ερώτημα: πόσο αξιοποιήσιμος είναι τελικά ο χρόνος που έχουμε στη διάθεσή μας κάθε μέρα; Μιλώ για τον χρόνο που είναι για εμάς, τον δικό μας χρόνο, για ιδία χρήση. Μπορεί σε αυτόν τον χρόνο να μη θέλουμε να κάνουμε τίποτα. Ομως αυτό θα είναι επιλογή μας και διαφέρει ριζικά από τον χρόνο που σπαταλάμε… εξ αμηχανίας. Την ώρα που παραπονιόμαστε για τον χρόνο που δεν μας φτάνει, επιτρέπουμε στον εαυτό μας να αναλώνεται στον χρόνο της αμηχανίας που, χωρίς αμφιβολία, «προσφέρει» ένα κινητό τηλέφωνο.