Τον Βαρδή Βαρδινογιάννη, που έφυγε χθες από τη ζωή σε ηλικία 91 ετών, τον ακολουθούσε στα μάτια μου ένα μικρό μεγάλο μυστήριο: ποτέ δεν κατάλαβα γιατί δεν ανέλαβε τη διοίκηση του Παναθηναϊκού ενώ είχε λόγο (και σημαντικό για τη διοίκησή του και τα οικονομικά της ΠΑΕ) για πάνω από τρεις δεκαετίες. Η εμπλοκή του με την ομάδα ήταν τόσο στενή ώστε, όπως μου έλεγε ο επί χρόνια στενός του συνεργάτης Μάνος Μαυροκουκουλάκης, «ο Βαρδής ενημερωνόταν για όλα κάθε Τρίτη, όταν και υπήρχε στο πρόγραμμα ειδική σύσκεψη των συνεργατών του στα γραφεία της οδού Καραγιώργη Σερβίας». Ο Βαρδής Βαρδινογιάννης δεν ήθελε να γίνεται γνωστό τίποτα: ούτε καν ότι το τεράστιο ποσό των 2,5 εκατ. δολαρίων για την απόκτηση του Χουάν Χοσέ Μπορέλι το πλήρωσε προσωπικά με έμβασμα από τον προσωπικό του λογαριασμό.

Στη θύρα 29

Δεν είναι αλήθεια ότι παρακολουθούσε ποδόσφαιρο λιγότερο από άλλα μέλη της οικογένειας και ότι γενικά δεν ήταν φίλος του σπορ: ίσα-ίσα. Τα χρόνια που ο ΠΑΟ αγωνιζόταν στο ΟΑΚΑ τον θυμάμαι σχεδόν πάντα με παρέα τον Σπύρο Λιβαθηνό να βλέπει τα ματς από τη θύρα 29 και όχι από τα «επίσημα», γιατί δεν ήθελε να τον ζαλίζουν. Η αγάπη του για το ποδόσφαιρο φαίνεται και από ότι σε μια από τις πιο δύσκολες στιγμές της θεαματικότατης ζωής του χρησιμοποίησε για να περιγράψει το τι του συνέβη μια έκφραση που ήταν γεμάτη ποδόσφαιρο. Οταν το αυτοκίνητό του χτυπήθηκε από τρεις ρουκέτες της 17 Νοέμβρη ο ίδιος είχε πει στον στενό φίλο του Αντώνη Λιβάνη, τότε διευθυντή του πολιτικού γραφείου του Ανδρέα Παπανδρέου, πως τη γλίτωσε γιατί  «σούταρε πέναλτι ο Σαραβάκος και η μπάλα βρήκε στο δοκάρι». Η φράση δείχνει τη μοναδική ψυχραιμία του. Αλλά και γνώση ποδοσφαιρική.

Προβλήματα

Γιατί, όμως, δεν ανέλαβε ποτέ τον ΠΑΟ; Ο Μαυροκουκουλάκης, με τον οποίο γνωρίστηκε στο Πολεμικό Ναυτικό, ισχυρίζεται πως ένας λόγος ήταν ότι δεν του άρεσαν ποτέ τα τριγύρω από το ελληνικό ποδόσφαιρο – οι παράγοντες των ομοσπονδιών, οι υφυπουργοί που έκαναν λεζάντα, οι γκρίνιες ακόμα και των ανθρώπων του ΠΑΟ για τη διαιτησία κ.τ.λ. Κάποτε, σε μια από τις συσκέψεις της Τρίτης, ο Μάικ Γαλάκος, τότε βοηθός του προπονητή Ιβιτσα Οσιμ, είχε ζητήσει από τον Βαρδή να ασχοληθεί λίγο περισσότερο με την ομάδα «γιατί έχει σοβαρά προβλήματα με τη διαιτησία». «Τι είδους προβλήματα;» τον ρώτησε. «Πρόεδρε, έχουμε φτάσει σε σημείο να βάζουμε δυο γκολ και να μη μας αρκούν να κερδίσουμε» του είπε ο Μάικ. «Πολύ ωραία. Τότε να φροντίσετε να βάζετε τέσσερα» του απάντησε ο Βαρδής. Ο παρών στη συζήτηση Οσιμ κατάλαβε με τι είδους αφεντικό είχε να κάνει και έκανε τότε μια δήλωση που είχε φανεί κομμάτι ασυνήθιστη: είχε πει πως θα φτιάξει έναν Παναθηναϊκό «που θα κερδίζει με 4-3 κι όχι με 1-0». Είχαν γραφτεί πολλά για την αγάπη του Οσιμ για το επιθετικό ποδόσφαιρο κ.τ.λ. Αλλά ο Οσιμ το είχε πει έχοντας στο μυαλό του τη φράση του Βαρδή. Ωστόσο, η ίδια η προσέγγιση του Βαρδή Βαρδινογιάννη μαρτυρά και έναν ακόμα λόγο τής από απόσταση ενασχόλησής του: μου μοιάζει αδύνατον ο Βαρδής να είχε όρεξη να ακούει παράπονα που αφορούν την μπάλα, ενώ είχε να ασχοληθεί με μια οικονομική αυτοκρατορία.

Αδιάφοροι

Ο Μαυροκουκουλάκης, που ήθελε πάντα όλοι να πιστεύουν πως ο Βαρδής όχι μόνο ενημερώνεται για όλα αλλά και είναι έτοιμος να παρέμβει δυναμικά, είχε βάλει στο πλούσιο ποδοσφαιρικό λεξιλόγιό του την έκφραση «εντολή από πολύ ψηλά». Οταν ο Μίστερ έλεγε πως η θέση του αντιπροσώπευε «εντολή από πολύ ψηλά» όλοι πίστευαν πως ήταν σαν να μιλάει ο Βαρδής. Ηξερε ο Μαυροκουκουλάκης πως ποτέ κανείς δεν θα τον ρωτούσε τον Βαρδή για πράγματα που αφορούσαν την ποδοσφαιρική καθημερινότητα και που σε σύγκριση με όσα τον απασχολούσαν ήταν μικρά. Ισως ο Βαρδής Βαρδινογιάννης δεν θέλησε ποτέ ένα πιο ενεργό ρόλο στη διοίκηση και την καθημερινότητα του ΠΑΟ γιατί τα μικρά δεν τον ενδιέφεραν. Πρέπει να πω ότι αυτή τη δυσφορία για τα μικρά, που η ποδοσφαιρική μας πραγματικότητα γιγαντώνει, την κληρονόμησε από τον πατέρα του και ο Γιάννης Βαρδινογιάννης. Το ποδόσφαιρο ο Τζίγγερ το αγαπάει και πάντα το παρακολουθεί. Το παρασκήνιό του πάντα τον απωθούσε. Και με τους ανθρώπους αυτού του παρασκηνίου, που στο ποδόσφαιρό μας σταδιοδρομούν, δεν ήθελε παρτίδες: όπως και τον πατέρα του όσοι πουλούσαν υπηρεσίες τού ήταν παντελώς αδιάφοροι.

Ιεραρχία

Ενας τρίτος λόγος που στα μάτια μου εξηγούσε τη στάση του Βαρδή Βαρδινογιάννη, την παρουσία και την απουσία του στην καθημερινότητα του Παναθηναϊκού, είναι ο τρομακτικός σεβασμός των οικογενειακών αρχών. Η οικογένεια είχε συμφωνήσει με τον ΠΑΟ να ασχολείται ο «καπετάνιος» Γιώργος Βαρδινογιάννης και με τον ΟΦΗ ο Θόδωρος. Οταν ο καπετάνιος κουράστηκε, η οικογένεια αποφάσισε να περάσει η ομάδα στον Γιάννη και στον Παύλο – ο Παύλος αποχώρησε γρήγορα, ο Τζίγγερ χρόνια αργότερα. Σε κάθε περίπτωση, όλα αυτά ήταν αποφάσεις της οικογένειας και για τον Βαρδή Βαρδινογιάννη η οικογένεια ήταν πάνω από όλα και ο ίδιος δεν θα έκανε ποτέ μια προσωπική κίνηση παρέμβασης που θα ακύρωνε το όποιο οικογενειακό σχέδιο. Οι επιχειρήσεις Βαρδινογιάννη είναι τεράστιες – δεν είναι οικογενειακές. Η οικογένεια, όμως, είχε και έχει κανόνες εσωτερικής λειτουργίας και ένα είδος ιεραρχίας που πρέπει να είναι σεβαστό πρώτα από τον ίδιο. Ο Βαρδής Βαρδινογιάννης έβλεπε τι συνέβαινε στην ΠΑΕ, είχε σίγουρα άποψη, συμφωνούσε ή διαφωνούσε, αλλά ποτέ μα ποτέ δεν θα ανέτρεπε ισορροπίες. Ελεγαν ότι σε τελική ανάλυση αυτός ήταν ο πανίσχυρος στην κορυφή της ιεραρχίας, αυτός δηλαδή που εισηγούνταν και αποφάσιζε. Δεν είναι έτσι ακριβώς. Οταν ένα ζήτημα ήταν οικογενειακό – και ο Παναθηναϊκός για χρόνια ήταν κομμάτι της οικογένειας – η τελική απόφαση έπρεπε να είναι σεβαστή: η απόφαση μετρούσε, όχι το πώς και το γιατί προέκυψε.

Από ψηλά

Ο καλός φίλος και δάσκαλος της δημοσιογραφίας Αγγελος Στάγκος που είχε συναναστραφεί τον Βαρδή Βαρδινογιάννη μου έλεγε ότι ο Βαρδής παρομοίαζε συχνά μια επιχείρηση με ένα αντιτορπιλικό. Επρεπε και στην επιχείρηση οι ρόλοι να είναι συγκεκριμένοι, όλοι να κάνουν τη δουλειά τους, να μην περνά από το μυαλό κανενός ότι υπάρχει πιθανότατη αύριο η ιεραρχία να αλλάξει. Η δε διοίκηση έπρεπε να είναι αυστηρή. Και οι εντολές να είναι σεβαστές. Και πάντα να έρχονται «από πολύ ψηλά», που έλεγε κι ο Μίστερ…