Στα χρόνια της ελληνικής κρίσης, και όχι μόνον, οι αναγνώσεις των αγορών κυριάρχησαν ως εργαλείο άσκησης πολιτικής. Αν και παρουσιάστηκαν ως… ευαγγέλια, ήταν και τότε, όπως και τώρα, ξεκάθαρο ότι υπάγονται προς αξιοποίηση στην πολιτική σκοπιμότητα. Σήμερα, οι χρηματιστηριακοί δείκτες, ιδίως στη Νέα Υόρκη, εκτινάσσονται μετά τη σαρωτική νίκη Τραμπ. Αυτό μπορεί να ευχαριστεί πολλούς «προοδευτικούς» ως επενδυτές, αλλά δεν τους αρέσει καθόλου ως πολιτική συσχέτιση. Πολύ περισσότερο όμως αποσιωπάται κάτι άλλο: η νέα πορεία του απόλυτου δείκτη παγκόσμιας ανησυχίας: της τιμής του χρυσού. Που από τις αμερικανικές εκλογές και μετά αλλάζει πρόσημο έπειτα από πρωτοφανή πορεία εκτόξευσης.
Ο άνθρωπος πάντοτε αναζητά εναγωνίως απαντήσεις για το μέλλον που τον τρομοκρατεί καθώς δεν μπορεί να το γνωρίζει, κάτι που επιτείνεται όποτε οι συνθήκες δυσκολεύουν. Από τους αρχαίους χρόνους μέχρι σήμερα η αναζήτηση αυτή ουδέποτε άλλαξε στην ουσία της. Εκείνο που άλλαξε είναι τα εργαλεία της: ακόμα και οι πιο προηγμένοι αρχαίοι πολιτισμοί, όπως ο ελληνικός, ενώ έφτασαν τη νόηση σε ακραία επίπεδα, δεν μπόρεσαν να ξεπεράσουν την ανάγκη δεισιδαιμονίας όπου αδυνατούσαν να δώσουν απαντήσεις. Ετσι, κατέληγαν ερμηνεύοντας «οιωνούς»: για να «δουν» το μέλλον διάβαζαν εντόσθια, έκαναν θυσίες, προσπαθούσαν να ερμηνεύσουν τις υποτιθέμενες βουλήσεις των υποτιθέμενων θεών. Εμείς πάλι, διαθέτουμε πολύ προηγμένα επιστημονικά εργαλεία για να το προσεγγίσουμε σε πολλά επίπεδα, κυρίως μετρώντας και αναλύοντας το παρελθόν και το παρόν. Ομως, και πάλι, δεν αρκούν.
Μέσα σε όλα αυτά, ενυπάρχει κυρίως εκείνο που αποκαλείται ένστικτο. Και το οποίο ενίοτε δείχνει να αγνοεί ακόμα και αυτά τα εργαλεία και να επιστρέφει στους «οιωνούς». Αυτό λοιπόν επί πολύ καιρό έκανε κάτι ενδιαφέρον: ήταν σαν να προσπαθούσε να παλέψει σιωπηρά τη λογική πίσω από το λεγόμενο «Σοκ του Νίξον» του 1971, με το οποίο οι ΗΠΑ αναίρεσαν ξαφνικά το μεταπολεμικό Μπρέτον Γουντς και τον ακόμα πιο παλιό «Κανόνα του χρυσού». Αυτό το ένστικτο, που αγκιστρώθηκε μανιακά στον χρυσό, έμοιαζε να φωνάζει: «έρχεται κίνδυνος, και αυτή είναι η μόνη ασφάλεια». Είναι ο ίδιος μηχανισμός είτε για κάποιον που φυλάει ως κόρη οφθαλμού δέκα ή είκοσι λίρες, είτε και για θηριώδη επενδυτικά σχήματα ή και για κράτη, εξίσου μεγάλα, σαν τη Γερμανία, που μαζεύουν χρυσό όπως η σκούπα ρουφάει τη σκόνη.
Η διαρκής εκτίναξη του χρυσού για τόσο διάστημα ήταν πολύ καλό νέο για όποιον κατέχει ακόμα και λίγον από αυτόν, όμως, την ίδια ώρα ήταν μαύρος οιωνός για το μέλλον. Επειδή δήλωνε ξεκάθαρα ότι στην τρίτη δεκαετία του 21ου αιώνα η εμπιστοσύνη σε ό,τι έχει οικοδομηθεί έμοιαζε πλέον ολοκληρωτικά χαμένη. Αυτό υπήρξε το βαθύτερο νόημα αυτής της ξέφρενης ανόδου. Και δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ένας «οιωνός» που προμηνύει μαύρες μέρες: όσο πιο ασυγκράτητη είναι η πορεία του χρυσού, άλλο τόσο πιο βαθύς και ευρύς δείχνει ότι είναι ο φόβος για το αύριο. Και αυτό επειδή ο χρυσός είναι πολλά, όμως, εν προκειμένω, εκείνο που τον εκτινάσσει είναι η ιδιότητά του ως «τελευταίο καταφύγιο»: είναι συνώνυμος της βέλτιστης άμυνας απέναντι στους πιο μεγάλους φόβους. Είναι εκεί που οι άνθρωποι ελπίζουν ότι μπορούν να βρουν μια ελπίδα τόσο σίγουρη που μπορεί να αφορά τους πάντες: είτε εκείνους που κληρονόμησαν λίγες λίρες και ζουν με την αγωνία πόσο θα ανέβουν ή θα πέσουν στην ανυπαρκτότητά τους, είτε εκείνους που διαχειρίζονται δισεκατομμύρια, ιδιωτικά ή δημόσια, και σχεδιάζουν το μέλλον εθνών και κρατών με ΑΕΠ εκατοντάδων δισ.
Τώρα, όλη αυτή η πορεία δείχνει να υποχωρεί – κανείς φυσικά δεν μπορεί να ξέρει τι θα συμβεί αύριο: τέτοιας κλίμακας ανάκτηση εμπιστοσύνης είναι πολύ δύσκολη υπόθεση. Ομως η εικόνα δείχνει πάλι να αλλάζει, όπως και προ καιρού, πλην πολύ εντοπισμένα. Και αν αυτό είχε συμβεί με την εκλογή οποιουδήποτε άλλου προσώπου στον Λευκό Οίκο, θα του είχε ήδη πιστωθεί ως τεράστιο επίτευγμα προτού καν πατήσει το πόδι του εκεί. Επειδή, είτε αρέσει είτε όχι, δείχνει ότι τελικά δεν τον ψήφισαν μόνον οι (κατά φαντασίαν, όπως απέδειξαν, οι κάλπες βαθιά διχασμένοι) Αμερικανοί.