Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία, πως με την έναρξη της ΔΕΘ εισερχόμαστε τάχιστα σε προεκλογική περίοδο και μάλιστα ανεξαρτήτως του χρόνου που οι εκλογές όντως θα διεξαχθούν. Ακόμη δηλαδή και αν το πιθανό έτος του 2022 – τηρώντας τη μεταπολιτευτική παράδοση – μετακινηθεί στο απώτατο όριο του 2023.

Η ακριβής εκλογική ημερομηνία είναι ελαστική, καθώς, πέραν των σχεδιασμών και των προσδοκιών του κυβερνητικού επιτελείου, υπεισέρχονται ανεξέλεγκτοι παράγοντες όπως η ευμετάβλητη κοινή γνώμη αλλά και ο άναρχος δημιουργός πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών γεγονότων που δεν επιτρέπουν βεβαιότητες. Σίγουρα η κυβέρνηση θα επιλέξει την Κυριακή των εκλογών στη συγκυρία που θα κρίνει ότι είναι η πλέον ευνοϊκή για εκείνη. Είναι δικό της προνόμιο και ουδείς άλλος μπορεί να επιβάλλει τη χρήση του.

Κι αν οι ταλαντώσεις του πολιτικού χρόνου είναι απρόβλεπτες, τα αποτελέσματα της εισόδου σε μακρά προεκλογική περίοδο είναι απολύτως προβλεπόμενα και προδιαγεγραμμένα.

Πόλωση, φανατισμός, υπερβολές, φραστικές ακρότητες και συναισθηματικές εξάρσεις. Η μανιέρα γνωστή, με τη χρωματική παλέτα της αντιπαράθεσης μονότονα να εξαντλείται στο άσπρο και το μαύρο. Οπου το άσπρο του ενός είναι το μαύρο του άλλου και το αντίστροφο. Στο όνομα του ορθολογισμού η θανάτωσή του.

Η στόχευση είναι ξεκάθαρη· να αποκτήσουν χρώμα οι ξεθωριασμένες διαχωριστικές γραμμές, να ξαναζωντανέψουν τα πάθη και να αποκατασταθούν οι χαμένοι δεσμοί με τους ψηφοφόρους μπροστά στον κίνδυνο του μεγάλου εχθρού. Είναι προφανές ότι η πόλωση εξυπηρετεί τόσο τη ΝΔ όσο και τον ΣΥΡΙΖΑ. Καθώς επιδιώκουν τη μέγιστη συσπείρωση των ψηφοφόρων τους όσο και τον εγκλωβισμό των ψηφοφόρων που έχουν εναλλακτικές σκέψεις… Συσπείρωση και διεύρυνση είναι η κοινή τους στόχευση, το απαιτούν άλλωστε και τα δύο εκλογικά συστήματα που θα εφαρμοστούν για πρώτη φορά, με ό,τι παγίδες κρύβουν… Ο καμβάς αναγκαστικά θα αποτυπώνει τις διαφορετικές προσεγγίσεις στην οικονομία,  τη διαχείριση της πανδημίας, τις προοπτικές των πιο ευάλωτων κοινωνικών ομάδων, τα εθνικά  θέματα, την παιδεία, το μέλλον των νέων, την ψηφιοποίηση του κράτους, το περιβάλλον κοκ.

Ολα αυτά είναι ηλίου φαεινότερο ότι θα είναι στο προσκήνιο, όπως και ότι η κυβέρνηση – παρά την όποια φθορά και τα λάθη της, που πλέον ούτε συγχωρούνται ούτε είναι ανεκτά – θα θελήσει να κεφαλαιοποιήσει το θετικό ισοζύγιο που διατηρεί ακόμη σε κομβικούς τομείς της δημόσιας ζωής αλλά και να αξιοποιήσει τον αδύναμο θετικό λόγο της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Τα κρίσιμα όμως ερωτήματα που προκύπτουν είναι άλλα και πιο καθοριστικά. Ποια θα είναι η επίδραση της παρατεταμένης προεκλογικής περιόδου:

Σε μια οικονομία που εμφανίζει ισχυρά σημάδια αναγέννησης και απαιτεί σταθερότητα και προβλεψιμότητα για να ολοκληρωθεί η αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου και να συνεχίζει να προσελκύει επενδύσεις;

Σε μια πανδημία που για να τιθασευτεί απαιτεί την  ολόπλευρη στήριξη του δημόσιου συστήματος υγείας και τη μέγιστη συναίνεση;

Σε μια κοινωνία  φορτισμένη από την υπερδεκαετή πόλωση αλλά και με νέους ταυτοτικούς και υπαρξιακούς διαχωρισμούς και όχι κατ’ ανάγκην κομματικούς και διαχειρίσιμους;

Σε μια δημόσια Διοίκηση που πρέπει να καταβάλει υπέρμετρη και απρόσκοπτη προσπάθεια για να αξιοποιήσει τους πόρους του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης;

Σε μια χώρα με ανοιχτά θέματα επιβίωσης σε εθνικό και δημογραφικό επίπεδο που απαιτούν άμεσες απαντήσεις;