Οταν οι εφημερίδες δεν είχαν θέμα, πίσω στα 80s, έκαναν ένα πρωτοσέλιδο με το οποίο άνοιγαν τον «Φάκελο της Κύπρου». Το ζητούσε, άλλωστε, το ΠΑΣΟΚ με κάθε ευκαιρία. Ανέβαινε ο Ανδρέας στο βήμα της Βουλής και ζητούσε να έρθουν στο φως όλα τα σχετικά έγγραφα προκειμένου να αποκαλυφθεί το μέγεθος της προδοσίας. Ο αποχαρακτηρισμός εγγράφων από την ΕΥΠ φωτίζει γωνίες γεγονότων που, λίγο ως πολύ, είναι γνωστά. Και καθώς κανένας εκ των βασικών πρωταγωνιστών δεν βρίσκεται σήμερα εν ζωή, κάποια πράγματα μπορούν να συζητηθούν ανοιχτά και, ενδεχομένως, να λάβουν τη σωστή τους διάσταση.

Ας πούμε στην κυρίαρχη αφήγηση αναθεματίζουμε τον Ιωαννίδη, αλλά αποφεύγουμε να εστιάσουμε και σε ευθύνες του Μακαρίου. Τέλος πάντων, ρίχνοντας μια ματιά στα σχετικά έγγραφα της ΚΥΠ/ΕΥΠ αντιλαμβάνεσαι για ποιο λόγο, σε πολλές περιπτώσεις, η αλήθεια πρέπει να μένει θαμμένη μέσα σε χοντρούς υπηρεσιακούς φακέλους. Αυτό δεν συμβαίνει μόνο για λόγους «εθνικού συμφέροντος», αλλά και για την προάσπιση της κοινωνικής συνοχής. Φανταστείτε τι θα συνέβαινε αν η δημοσιοποίηση των εγγράφων λάμβανε χώρα στη δεκαετία του ’80. Εδώ όμως ανακύπτει ένα ερώτημα που αφορά, κυρίως, τη σύγχρονη ιστοριογραφία. Τι είναι αυτό που εγγράφεται στις δέλτους της Ιστορίας; Η αλήθεια ή μία εκδοχή της που εξυπηρετεί το εθνικά επωφελές και την υστεροφημία των ισχυρών μίας εποχής; Ενδεχομένως το ερώτημα να μην έχει βάση καθώς δεν μπορείς να περιγράψεις την αλήθεια σε απόλυτο βαθμό. Ηταν άλλη η αλήθεια του Ιωαννίδη και άλλη του Μακαρίου.

Και η Ιστορία δεν γράφεται με την παράθεση γεγονότων, αλλά με τη σύνθεση και την ερμηνεία τους. Ομως αυτό είναι κάτι πολύπλοκο, ένα κουβάρι που αφήνεται στα δάχτυλα των ιστορικών. Οσο πιο επιδέξια είναι, τόσο καλύτερη εικόνα θα παρουσιάσουν. Ολοι οι υπόλοιποι προσλαμβάνουμε μία γενική αίσθηση που μας θυμίζει ότι αν έχεις τους ακατάλληλους ανθρώπους, θα πάρεις και αντίστοιχες επιλογές. Και δείτε ποιο είναι το παράδοξο. Η Ιστορία μας έχει δώσει πολλά μαθήματα, αλλά εμείς δεν έχουμε κατανοήσει το πιο βασικό. Αυτό με τους ανθρώπους.

Είμαστε όλοι γραφίστες

Είναι οι μέρες που όλη η χώρα ξεδιπλώνει την αισθητική της προσέγγιση στη γραφιστική. Το logo του μετρό της Θεσσαλονίκης. Δεν έχω άποψη. Αν είχα, μπορεί να κατέθετα δική μου πρόταση. Εντάξει είναι ένα βυζαντινό γράμμα που μπορεί να το αντιληφθεί και ο ξένος επισκέπτης. Το πρόβλημά μου δεν βρίσκεται στην αισθητική. Βρίσκεται στην προχειρότητα της τελευταίας στιγμής και, φυσικά, στην απευθείας ανάθεση. Και αυτό που μου προκαλεί μεγάλη απορία είναι για ποιο λόγο το υπουργείο δεν επέλεξε να κάνει κάτι πιο δημιουργικό και «ανοιχτό». Να δώσει, ας πούμε, τις 30.000 ευρώ στη Σχολή Καλών Τεχνών ή σε ένα τμήμα Αρχιτεκτονικής, ζητώντας μία πρόταση. Ακόμα καλύτερα: να καλούσε όλες τις σχολές που σχετίζονται με το αντικείμενο σε έναν ανοιχτό διαγωνισμό. Τότε κανένας δεν θα έλεγε κουβέντα.

Τελικά πόσο κάνουν;

Θα έχει πέσει στην αντίληψή σας το θέμα που προέκυψε με τις κάμερες για την παρακολούθηση της κυκλοφορίας και το κόστος τους που οδηγεί σε ένα τρελό νούμερο, περίπου 40.000 ευρώ ανά κάμερα. Οι ειδικοί εξηγούν ότι το κόστος ανεβαίνει σημαντικά λόγω του λογισμικού τεχνητής νοημοσύνης με το οποίο θα δουλεύουν αυτές οι κάμερες. Πολύ ωραία. Ετσι, πληρώνουμε 14 εκατ. ευρώ για 380 κάμερες. Τελικά είναι πολλά αυτά τα λεφτά; Πηγή μου με καλή γνώση επί του θέματος με ενημέρωσε ότι ελληνικός αυτοκινητόδρομος κάνει περίπου την ίδια εγκατάσταση (366 κάμερες) με κόστος που δεν θα ξεπεράσει τα 2 εκατομμύρια ευρώ. Ομως την ίδια στιγμή, βλέπουμε ότι ο δήμος του Λονδίνου έκανε αντίστοιχη προμήθεια πριν από τρία χρόνια, με κόστος 40.000 λίρες ανά κάμερα. Συνεπώς; Zούμε σε μία χώρα όπου, πολύ απλά, αυτό που ακούς από το κράτος, ειδικά αν αφορά χρήματα, είναι εξ ορισμού αναξιόπιστο και μυρίζει από μακριά. Και δεν φταις εσύ για αυτό.