Τώρα πρέπει να ομολογήσω ότι γράφω μετά φόβου Θεού αυτό το κείμενο. Διότι θα υπάρξουν κατ’ αρχάς εκείνοι που θα διαφωνήσουν με τη λέξη «γυναικοκτονία», δεν τους αρέσει, δεν τη βρίσκουν εύηχη. Κάποιοι άλλοι θα πουν, πάλι για γυναίκες γράφεις, τι διακρίσεις είναι αυτές, δηλαδή άνδρες δεν κακοποιούνται; Δεν θα λείψουν και οι πιο προχωρημένοι: διαθέσαμε στις γυναίκες ειδικό τηλεφωνικό αριθμό, τους δώσαμε panic button, αν πάνε κι αυτές γυρεύοντας τι να κάνουμε. Και η συζήτηση θα καταλήξει στη γνωστή ετυμηγορία: είσαι woke!
Ομως ο απολογισμός των τελευταίων ημερών έχει πέσει βαρύς. Δεν είναι μόνο οι άντρες που απειλούν, κακοποιούν και ενίοτε δολοφονούν τις πρώην γυναίκες ή συντρόφους τους επειδή είναι τρελοί από έρωτα και τους τυφλώνει το πάθος. Είναι κι εκείνοι που όταν εξαντλείται το οπλοστάσιο των τρυφερών τους επιχειρημάτων (σ’ αγαπάω, δεν μπορώ να ζήσω χωρίς εσένα, παρασύρθηκα, δεν θα το ξανακάνω, βασίλισσα θα σ’ έχω) προσθέτουν κι ένα τελευταίο, το πιο πειστικό: θα πάθεις ό,τι η τάδε. «Θα σε σκοτώσω όπως έκανε ο άλλος στη Δώρα στο Αγρίνιο» αναφώνησε ο υπερήφανος Κρητικός, «θα καταλήξεις όπως η Δώρα» προειδοποίησε ο υπερήφανος Βολιώτης.
Η 43χρονη Δώρα, μητέρα τριών παιδιών, πυροβολήθηκε σε κεντρικό δρόμο από πρώην σύντροφό της. Η εκπρόσωπος της αστυνομίας είπε ότι το θύμα δεν είχε εγκαταστήσει το κουμπί πανικού, προσθέτοντας ότι δεν γνωρίζει αν θα προλάβαινε να το χρησιμοποιήσει. Φυσικά δεν θα προλάβαινε: τι θα γινόταν δηλαδή, θα έτρεχε η αστυνομία και θα σταματούσε τη σφαίρα στη διαδρομή ανάμεσα στο όπλο και την κοιλιά της γυναίκας; Το έγκλημα αυτό αποδεικνύει για άλλη μια φορά την υπερβολική σημασία που δόθηκε στο panic button. Ναι, βοηθάει, ναι, μπορεί να σώσει, αλλά πρόκειται για ένα συμπληρωματικό εργαλείο, που δεν υποκαθιστά τα άμεσα και ουσιαστικά μέτρα που πρέπει να ληφθούν.
Κάθε φορά που σημειώνεται μια γυναικοκτονία ξεκινάει μια συζήτηση για την κουλτούρα της βίας, για την ανάγκη σεξουαλικής εκπαίδευσης στα σχολεία και επιμόρφωσης των αστυνομικών, για τις ευθύνες όσων ακούνε, καταλαβαίνουν, γνωρίζουν, αλλά γυρίζουν το κεφάλι τους από την άλλη μεριά. Κι αυτά σωστά είναι. Αλλά το πιο σημαντικό, και το πιο επείγον, είναι να βρεθεί ο τρόπος αυτός που απειλεί να μην έχει την ευκαιρία να εκπληρώσει την απειλή του. Χρειάζονται αυστηρότεροι νόμοι; Χρειάζεται ποινική κατοχύρωση του όρου της γυναικοκτονίας; Χρειάζεται ένα άλλο πρωτόκολλο αξιολόγησης κινδύνου από την αστυνομία; Μήπως πρέπει να κλείνονται σε ξενώνες όχι τα θύματα, αλλά οι δράστες;
Δεν είναι δουλειά ενός δημοσιογράφου να απαντήσει. Αλλά δεν μπορεί να θρηνούμε κάθε μέρα κι ένα νέο θύμα ενδο- ή εξω-οικογενειακής βίας. Κι αν είναι παρήγορο ότι οι γυναίκες προβαίνουν πλέον ευκολότερα σε καταγγελίες, πρέπει να εξασφαλιστεί ότι αυτό δεν θα τις στέλνει στον τάφο.