Ο θάνατος τρεντάρει, τα σπάει στα σόσιαλ μίντια. Στο παράλληλο σύμπαν τους, οι άνθρωποι φαντάζουν ασύγκριτα πιο ευαίσθητοι, πιο καλλιεργημένοι, πιο μαχητικοί, πιο σέξι. Για αυτό και αλληλεπιδρούν εμμονικά, με το ένα τουλάχιστον μάτι τους κολλημένο επί ώρες στην οθόνη. Προτού πολιτογραφηθούμε σχεδόν όλοι μας στο ψηφιακό χωριό, ο θάνατος είχε συγκεκριμένο σαβουάρ βιβρ. Σαβουάρ μουρίρ ορθότερα, όπως το έλεγε ο έξοχος ποιητής Γιάννης Βαρβέρης.

Εάν είχες μια κανονική βιογραφία, εάν ήσουν γνωστός στην οικογένεια, στη γειτονιά, στους φίλους και στους συναδέλφους σου, η αποδημία σου ανακοινωνόταν στην οικεία στήλη των εφημερίδων. Στα «κοινωνικά». Και με τα κηδειόχαρτα – μαύρο πλαίσιο, βυζαντινά συνήθως γράμματα – που τοιχοκολλούνταν έξω από το σπίτι και τη δουλειά. «Την πολυαγαπημένη μας μητέρα και γιαγιά…». Ή, τραγικότερα, «τον πολυαγαπημένο μας γιο και εγγονό…». Στην επαρχία, στις πλατείες, υπήρχαν πάντα ειδικές προθήκες. Συχνά κάτω από το όνομα του νεκρού γραφόταν το παρατσούκλι του, χαριτωμένο έως κωμικό. Το οποίο ενίοτε κληρονομούνταν – τον γιο του Αράπη στη Σίφνο τον φωνάζουν επίσης Αράπη και ας είναι ξανθωπός. Την εκφορά σου ακολουθούσε η κοινότητα, σιωπηλή είτε μοιρολογούσα. Λόγοι σπανίως εκφωνούνταν. Το κατευόδιο του Ιωάννη Δαμασκηνού, η αριστουργηματική νεκρώσιμη ακολουθία, κρινόταν αρκετή.

Για τους σημαντικούς, τους διάσημους έστω, που συμπλήρωναν τα εξηνταπέντε τους, δημοσιογράφοι – εντολή διευθυντή εφημερίδας ή καναλιού – προετοίμαζαν το μεταθανάτιο αφιέρωμα. Και το κρατούσαν στο αρχείο, μην τρέχουν τελευταία στιγμή. Θα ενέτασσαν βεβαίως δηλώσεις πολιτικών και ομοτέχνων, θα έκαναν ρεπορτάζ στην κηδεία, θα κατέγραφαν το πλήθος και τις οιμωγές. Οι πιο σπαραξικάρδιοι ήταν κατά κανόνα οι πιο άσχετοι. Οι θαυμαστές και οι περίεργοι που κατά την ταφή σκαρφάλωναν στα γύρω μνήματα για να δουν και να σχολιάσουν την όψη του νεκρού. Εάν ήσουν μουσικός, τραγουδιστής, θα σε αποχαιρετούσαν με μπουζομπαγλαμάδες. Ισως κανένας ιδιαιτέρως μερακλής, να έφερνε και δυο στροφές, μια ζεϊμπεκιά μπροστά στο φέρετρο. Υπέροχο το βρίσκω να γιορτάζεις, να τιμάς το πέρασμα ενός ανθρώπου από τον κόσμο.

Στην εποχή των σόσιαλ μίντια, τα επιθανάτια ήθη έχουν εκτραχυνθεί. Με το θλιβερό άγγελμα, που γίνεται πλέον από οικείους του στο Φέισμπουκ, ξεσπάει η καταιγίδα των «RIP». «Rest in Peace» σημαίνει, «Αναπαύσου εν Ειρήνη». Αρχίζουν έπειτα να ποστάρουν μανιωδώς φωτογραφίες του μακαρίτη, ποιήματά του, τραγούδια που συνέθεσε ή τραγούδησε ή θα μπορούσαν κάπως να συσχετιστούν μαζί του. Ακολουθούν μαρτυρίες όσων τον είχαν γνωρίσει, έστω και εντελώς φευγαλέα, περιστατικά αμφίβολης ακρίβειας – τι σημασία έχει; η υπερβολή κυλάει στο μεσογειακό μας αίμα. Και η μεγαλοστομία επίσης. «Ορφανέψαμε!». «Η Ελλάδα φτώχυνε!». «Δεν θα ξαναγεννηθεί τέτοιος μάστορας του λόγου», «τέτοια αρχόντισσα του θεάτρου», «τέτοιος μάγος της μπάλας»… Εχω γράψει κι εγώ τέτοια, δεν τσιγκουνεύομαι το εγκώμιο κι ας μην ξεχνάω ποτέ τη σοφή ρήση του Στράτου Διονυσίου, «όσο υπάρχει τράπουλα θα βγαίνουνε ρηγάδες». Μαζικός, αυθόρμητος, ψηφιακός θρήνος που διαρκεί μισή μέρα. Ισως να μαλακώνει κάπως τις καρδιές των αληθινά πενθούντων, των πολύ κοντινών του.

Ελα όμως που πετιούνται και οι «haters»! Εκείνοι που απεχθάνονται τον συγκεκριμένο νεκρό ή τον πολιτικό χώρο που ανήκε ή όποιον χαίρει κάποιας φήμης καθώς τους παροξύνει την προσωπική τους αίσθηση αποτυχίας, αδικίας, κενού…

Θα διστάσει ο νεοναζί να βρίσει τον Μπουτάρη προτού καν το σώμα του κρυώσει; Ο κατά φαντασίαν ταλαντούχος, που δήθεν τον έφαγαν τα κυκλώματα, να αρνηθεί το έργο κάθε καταξιωμένου καλλιτέχνη, να τον πει αντιγραφέα και παλιοτόμαρο; Η δηλητηριώδης κουτσομπόλα να καυτηριάσει ότι ο τάδε έκατσε σταυροπόδι στην κηδεία, «και μας το παίζει και θλιμμένος!»;

Τέτοιες αηδίες θα ξεφούρνιζε στο σπίτι του ή στο καφενείο και πριν από τα σόσιαλ μίντια. Στο Διαδίκτυο απλώς όλα φωτίζονται. Χρήσιμο είναι να αντιλαμβάνεσαι τον κόσμο ως έχει, να διαπιστώνεις ότι τα ερπετά δεν ορρωδούν ούτε προ του θανάτου.

Συμφωνώ. Πειράζει, ωστόσο, που ακόμα, στα πενήντα οχτώ μου, η κακία εξακολουθεί να με αφήνει άναυδο;