Μια ιστορική εφημερίδα, η «Guardian», ανακοίνωσε προχθές ότι δεν θα κάνει πια αναρτήσεις στο Χ (πρώην Τwitter) και δεν θα το χρησιμοποιεί για την προώθηση του περιεχομένου της εφημερίδας. Η «Guardian» θεωρεί την πλατφόρμα «τοξική». Πιστεύει ότι χρησιμοποιείται από τον ιδιοκτήτη της, τον Ιλον Μασκ, που επένδυσε 44 δισ. δολάρια για να την αποκτήσει, ως πολιτικό όπλο. Ως μέσο για να ποδηγετήσει την ατζέντα του δημοσίου διαλόγου υπέρ της καμπάνιας Τραμπ.

Είναι το πιο πρόσφατο επεισόδιο ενός πολέμου που εξελίσσεται καιρό τώρα, μα που τώρα πια γίνεται ανοιχτός. Και δεν αφορά μόνον το Χ, το οποίο άλλωστε χρησιμοποιεί μόνον ένα 22% των Αμερικανών (έναντι 83% το YouΤube, 68% το Facebook και 47% το Instagram). Αφορά όλο το σύμπαν των κοινωνικών δικτύων. Είναι ένας πόλεμος με αντικείμενο την επιρροή και τη διαμόρφωση της ατζέντας.

Τα δεδομένα είναι λίγο – πολύ γνωστά. Το 58% των ενήλικων Αμερικανών – κι ένα πολύ μεγαλύτερο ποσοστό των νέων Αμερικανών – ενημερώνονται κυρίως ψηφιακά. Μόνον ένα 27% έχει ως πρώτη επιλογή την τηλεόραση, ένα 6% το ραδιόφωνο και μόλις 5% τις εφημερίδες. Εκείνοι που καταφεύγουν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για ενημέρωση – ή έτσι δηλώνουν – είναι, βέβαια, ακόμη μειοψηφία. Ενας στους πέντε μόνον το κάνει συστηματικά και το 40% περιστασιακά. Ο κόσμος των δικτύων φαίνεται ότι επηρεάζει το κοινωνικό κλίμα, τις τρέχουσες αντιλήψεις και το (κανιβαλικό και φανατισμένο) ύφος του δημόσιου διαλόγου περισσότερο απ’ όσο επηρεάζει τη θεματολογία του. Ή μήπως ισχύει το αντίθετο; Μήπως τα κοινωνικά δίκτυα είναι τόσο τοξικά επειδή οι κοινωνίες που τα χρησιμοποιούν είναι τόσο πολωμένες;

Μια πρόσφατη έρευνα του Ινστιτούτου Pew έδειξε ότι ειδικά οι οπαδοί των Ρεπουμπλικανών εμπιστεύονται την ενημέρωσή τους στα παραδοσιακά Μέσα όλο και λιγότερο, 20 μονάδες λιγότερο από ό,τι ο μέσος όρος των ενηλίκων, και η εμπιστοσύνη τους στα κοινωνικά δίκτυα ισοφαρίζει και τείνει να ξεπεράσει εκείνη που δείχνουν στα άλλα Μέσα (συμπεριλαμβανομένου και του «δικού» τους Fox). Η ίδια τάση, ενισχυμένη, ισχύει και για τους νέους κάτω των 30 ετών. Ψηφίζουν οι νέες γενιές, και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, την Ακρα Δεξιά περισσότερο από ό,τι οι μεγαλύτεροι (στη Γαλλία οι 18-24 ψήφισαν Λεπέν σε ποσοστό 39%, οι 25-34 σε ποσοστό 49%) επειδή ζουν περισσότερο στο σύμπαν των κοινωνικών δικτύων; Ή ορίζει το κλίμα στα δίκτυα η ροπή τους προς τη ριζοσπαστική Δεξιά;

Μια άλλη έρευνα, της Ipsos, διαπίστωνε μια άμεση σχέση ανάμεσα στην πολιτική συμπεριφορά και την πρόθεση ψήφου αφενός και την ποιότητα της ενημέρωσης αφετέρου. Στο ερώτημα «ποιο είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα της χώρας», μόνον το 12% του συνόλου επέλεγε τη μετανάστευση. Μεταξύ εκείνων που ενημερώνονται από το Fox, όμως, ένα 40% επέλεγε τη μετανάστευση ως μείζον πρόβλημα. Εκείνοι που επέλεγαν τη λάθος απάντηση σε κρίσιμα ερωτήματα – αυξήθηκαν ή μειώθηκαν οι παράνομες είσοδοι μεταναστών; Πέφτει ή ανεβαίνει ο πληθωρισμός; Αντιμετωπίζουν οι αμερικανικές πόλεις ιστορικά ρεκόρ εγκληματικότητας ή όχι; – ήταν δυο και τρεις φορές πιθανότερο να ψηφίσουν Τραμπ. Εχουν λάθος πληροφόρηση και γι’ αυτό ψηφίζουν Τραμπ; Ή πιστεύουν τις λάθος πληροφορίες επειδή ψηφίζουν Τραμπ;

Το βέβαιο είναι ότι, όπως έδειξε η έρευνα, η Αμερική που ψήφισε Τραμπ πιστεύει ακράδαντα ότι η οικονομία, η μετανάστευση, η εγκληματικότητα, η ζωή τους η ίδια, είναι πολύ χειρότερη απ’ ό,τι στ’ αλήθεια είναι. Φταίνε τα social media γι’ αυτό;

Η απάντηση δεν είναι εύκολη ούτε ευθύγραμμη. Μα τρία πράγματα είναι σίγουρα. Οτι στον κόσμο των κοινωνικών δικτύων οι εντυπώσεις, οι απόψεις, οι πεποιθήσεις γίνονται περισσότερο αδιάβροχες. Είναι δύσκολο, αδύνατο σχεδόν, να έρθουν σε επαφή και να αμφισβητηθούν από αντίθετες απόψεις, σε ένα σύμπαν όπου επικοινωνούν μόνον ομοϊδεάτες μεταξύ τους. Οτι στο περιβάλλον αυτό, στο Χ περισσότερο απ’ ό,τι αλλού, οι πεποιθήσεις «σκληραίνουν», γίνονται ή διατυπώνονται πιο ακραίες, αδιάλλακτες, ριζοσπαστικές. «Αν δεν πεις κάτι ακραίο, δεν σε ακούει κανείς», είναι το μότο. Και, προπάντων, στο σοσιαλμιντιακό σύμπαν δεν υπάρχει μηχανισμός διάκρισης του σωστού από το λάθος, της αλήθειας από το ψέμα, της είδησης από την άποψη, όπως στη διάρκεια ενός αιώνα, έστω και ατελώς, είχε δημιουργηθεί στα «παραδοσιακά» Μέσα.

Το 1995, όταν το Διαδίκτυο έκανε τα εντελώς πρώτα του βήματα και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης δεν τα είχε κανείς ακόμη φανταστεί, ένας καθηγητής Κοινωνιολογίας και Επικοινωνίας είχε θέσει ένα ερώτημα που έμοιαζε τότε υπερβολικό μα αποδείχθηκε προφητικό: «Φανταστείτε έναν κόσμο όπου κυβερνήσεις, επιχειρήσεις, λομπίστες, υποψήφιοι, εκκλησίες και κοινωνικά κινήματα στέλνουν πληροφορίες άμεσα, αδιαμεσολάβητα, στους υπολογιστές των πολιτών. Η δημοσιογραφία, πρόσκαιρα, καταργείται. Πεθαίνει. Οι πολίτες βρίσκουν μόνοι τους τις πληροφορίες στον υπολογιστή τους. Μπορούν να είναι όχι μόνον δέκτες αλλά και πομποί ειδήσεων και απόψεων. Η φιλοζωική εταιρεία και η Κου-Κλουξ-Κλαν, κατάδικοι στις φυλακές και παιδιά στην κατασκήνωση, ηλικιωμένοι στα γηροκομεία, άστεγοι των πόλεων και ερημίτες της υπαίθρου, όλοι μπορούν να στέλνουν και να λαμβάνουν μηνύματα. Ο καθένας είναι ο δημοσιογράφος του εαυτού του». Τι θα γίνει τότε;

Η πρόβλεψή του ήταν πως την αρχική ευφορία της δημοκρατικής πολυφωνίας θα διαδεχόταν η κακοφωνία και η σύγχυση. Οι άνθρωποι θα δυσκολεύονταν να διακρίνουν το σημαντικό από το ασήμαντο, να αξιολογήσουν, να διακρίνουν το ακριβές από το ψεύτικο. Θα έτειναν να εμπιστευτούν είτε τους εθνικά ή πολιτικά οικείους είτε εκείνους στους οποίους αποδίδουν κύρος, ισχύ. Η δημοκρατία θα υπέφερε. Αλλά αργά ή γρήγορα η ανάγκη θα οδηγούσε σε μια επανεφεύρεση της δημοσιογραφίας. Μιας νέου τύπου δημοσιογραφίας που, με νέα μέσα, θα κάνει αυτό που της αναλογεί. Θα ιεραρχεί, θα διασταυρώνει, θα εξακριβώνει, θα ελέγχει.

Αισιόδοξη πρόβλεψη. Αλλά δεν είμαστε ακόμη εκεί. Είμαστε στη δύσκολη φάση όπου, συχνά, το Μέσον δεν είναι το μήνυμα, είναι το πρόβλημα.