Τη χείριστη δυνατή «υπηρεσία» παρείχαν στον Κυριάκο Μητσοτάκη όποιοι και όποιες τον συμβούλευσαν να προχωρήσει στη διαγραφή του Αντώνη Σαμαρά αμέσως μετά τη γνωστοποίηση του περιεχομένου της συνέντευξής του στο «Βήμα». Ηταν κίνηση ακραίου πανικού και απελπισίας, της οποίας οι πολιτικές συνέπειες θα μετρηθούν βαριές. Και αυτό για μια σειρά λόγων, οι δύο κυριότεροι εκ των οποίων είναι και οι πλέον προφανείς: αφενός, διαγράφοντας τον Σαμαρά, κόβει και ένα κομμάτι από την ίδια τη Νέα Δημοκρατία σε εντελώς άλλο επίπεδο από εκείνο που συνέβη με τον πατέρα του και το οποίο εντελώς άστοχα επικαλείται, καθώς πραγματικές αναλογίες δεν υφίστανται. Αλλά και αν υφίστανται, αυτές στο τέλος θα μετρηθούν υπέρ του Σαμαρά. Γιατί; Επειδή η δεύτερη διαγραφή γίνεται από την ίδια πολιτική οικογένεια και πάλι για τα λεγόμενα εθνικά ζητήματα, και πάλι για την υπεράσπιση θέσεων που ταιριάζουν με τη Νέα Δημοκρατία μακράν περισσότερο από εκείνες αυτών που τον διέγραψαν. Δηλαδή, η δεύτερη διαγραφή δεν αθροίζεται στην πρώτη ως «από τη ΝΔ», αλλά μάλλον την ακυρώνει, γιατί την καθιστά πλέον και με τη βούλα προσωπική υπόθεση της οικογένειας Μητσοτάκη και όχι θέμα του κόμματος. Επιπλέον, κάνει κάτι ακόμα αφού την επικαλείται ο ίδιος ο Μητσοτάκης κατ’ αναλογίαν της πρώτης: σκοτώνει οριστικά όλη την παραφιλολογία περί σκοτεινού ιδιοτελούς παρασκηνίου του ’93. Τώρα, δεν υπάρχει τίποτα τέτοιο. Αρα, αν υπάρχει αναλογία, προφανώς, ούτε τότε υπήρξε.
Το δεύτερο είναι ότι μπορεί ο Μητσοτάκης να διαγράψει όποιον θέλει, ακόμα και τον Σαμαρά, ή τον Καραμανλή, και θα υποστεί το κόστος που δεν έχει μετρήσει σωστά, όμως υπάρχει κάτι που δεν μπορεί να διαγράψει ούτε να αλλοιώσει, όπως επιχείρησε: η αλήθεια. Η πραγματικότητα. Αυτή θα τη βρίσκει μπροστά του. Γι’ αυτό και ήταν επίσης άλλο μέγα λάθος του, εκτός από τη ρηχή σύνδεση με το παρελθόν, ότι μίλησε για διαστρεβλώσεις που δήθεν δικαιολογούν τη διαγραφή.
Οχι απλώς δεν υπάρχουν διαστρεβλώσεις της πραγματικότητας στα όσα καταλόγισε ο Σαμαράς, αλλά, αντιθέτως, όσα είπε είναι όλα δημόσια ακριβώς έτσι καταγεγραμμένα και η αμφισβήτησή τους είναι άπελπις. Δεν τα μετέβαλε στο ελάχιστο. Αντίθετα, είπε πολύ λιγότερα από εκείνα που θα μπορούσε να πει για το ζήτημα των σχέσεων με την Τουρκία και την πορεία του διαλόγου των δύο χωρών, ο οποίος, πρέπει να το συνειδητοποιήσουν πλέον ο Πρωθυπουργός και το περιβάλλον του, με αυτή τη διαγραφή έχει ήδη ενταφιαστεί οριστικά και αμετάκλητα. Και τα όσα ανέφερε ο Σαμαράς περί Γεραπετρίτη είναι μέχρι κεραίας όπως ακριβώς τα επανέλαβε, κάτι που όφειλε να σταθμίσει ο Πρωθυπουργός πριν μιλήσει περί του αντιθέτου.
Οπως τα γραπτά, έτσι και τα ηχητικά και τα οπτικά υλικά μένουν. Κάτι που άλλωστε αφορά και τον Μητσοτάκη όταν απρόκλητα και εκείνος κάλεσε τον ελληνικό λαό να προετοιμάζεται για υποχωρήσεις στη διάρκεια τηλεοπτικής συνέντευξής του, χωρίς καν αφορμή να το κάνει και κατά τρόπο πρωτοφανή όχι στα ελληνικά, αλλά στα διεθνή πολιτικά χρονικά. Επιπλέον, σε όλα τα παραπάνω δεν έχει καν συμπεριληφθεί το κεφαλαιώδες: η πραγματική στάση της Ελλάδας έναντι των τουρκικών προκλήσεων στο Αιγαίο. Στάση πρωτοφανούς υποχωρητικότητας η οποία φτάνει στο σημείο να καθιστά de facto ήδη περίκλειστα από «τουρκική» θάλασσα μεγάλα κατοικημένα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, για τη σύνδεση των οποίων η Τουρκία απαιτεί να έχει λόγο και να της ζητείται η άδεια και η Ελλάδα υποχωρεί ατάκτως μπροστά στο τελεσίγραφο των τουρκικών πλοίων, όπως άλλωστε έκανε και στην Κάσο και στην Κάρπαθο.
Αυτή η κατάσταση δεν έχει προηγούμενο και συνιστά διολίσθηση με τεράστιο κίνδυνο για την Ελλάδα, ειδικά όταν βρισκόμαστε στις προπαρασκευαστικές εργασίες ενός διαλόγου που με αυτά τα δεδομένα θα έπρεπε να θεωρείται απολύτως αδιανόητος, πλην όμως συνεχίζεται εντατικά. Τώρα, αυτός ο εξαιρετικά επικίνδυνος διάλογος είναι πλέον νεκρός. Ο Πρωθυπουργός, προφανώς χωρίς να το αντιληφθεί, οδηγούμενος από εκνευρισμό και ανησυχία, έκανε την κίνηση – ματ εναντίον και του εαυτού του και όσων επιχειρούσε να επιτύχει. Που δεν υπάρχουν πια.