Και ξαφνικά, το «μαρτύριο της σταγόνας» δεν βασανίζει μόνο τον ΣΥΡΙΖΑ. Δεν αναρωτιούνται μόνο στην Κουμουνδούρου πότε θα φύγει ο επόμενος ή η επόμενη βουλευτής, στερώντας από το κόμμα την ιδιότητα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Ανάλογος προβληματισμός παρατηρείται και στο Μαξίμου. Η απόφαση του Αντώνη Σαμαρά να πετάξει το γάντι στον Κυριάκο Μητσοτάκη ήταν μια κίνηση μοναχική ή οργανωμένη; Η θεαματική διαγραφή του πρώην πρωθυπουργού θα δώσει τέλος στην αμφισβήτηση των κυβερνητικών επιλογών ή θα ανοίξει τον ασκό του Αιόλου, οδηγώντας ακόμη και σε πρόωρες εκλογές;

Για να απαντηθούν αυτά τα ερωτήματα, θα πρέπει προηγουμένως να λυθεί ένας γρίφος, περισσότερο ψυχολογικού παρά πολιτικού χαρακτήρα: ο Σαμαράς επιδίωξε πράγματι τη διαγραφή του, όπως είπε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, ή θεωρούσε ότι, ως πρώην πρωθυπουργός, μπορεί όχι μόνο να ασκεί κριτική, αλλά και να ειρωνεύεται, να εξαπολύει επιθέσεις, να εκτοξεύει ανοίκειους χαρακτηρισμούς, χωρίς να υφίσταται καμιά κύρωση;

Θα το δείξουν οι εξελίξεις το επόμενο διάστημα. Αν αρχίσουν οι φιλοσαμαρικοί βουλευτές έναν πόλεμο φθοράς, θα αποδειχθεί ότι το σχέδιο ήταν οργανωμένο. Αν έχει δίκιο ο Νικήτας Κακλαμάνης και το κόμμα παραμείνει ενωμένο, ο Σαμαράς θα πρέπει να λάβει αποφάσεις. Κι επειδή ούτε διάγει την πρώτη νεότητα ώστε να ιδρύσει άλλο ένα κόμμα ούτε είναι διατεθειμένος να υπηρετήσει άλλον αρχηγό, μάλλον θα πρέπει να αφοσιωθεί στο εξής στη στιχουργική, επιτέλους χωρίς ψευδώνυμο.

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης φέρεται να αμφιταλαντεύτηκε προχθές για το αν θα διέγραφε τον κατά συρροή επικριτή του. Στην πραγματικότητα έπρεπε να έχει λάβει αυτή την απόφαση εδώ και χρόνια. Στο κάτω-κάτω, δεν έχει μεγάλη διαφορά να ζητάς την αποπομπή «κάποιων» επειδή δηλώνουν ότι «στο όνομα της φιλίας και της ηρεμίας με την Τουρκία ας χαρακτηριστούν και μειοδότες» (Σαμαράς στο «ΒΗΜΑ», 17/11/2024) από το να υποστηρίζεις ότι «τα έχουν λίγο μπερδεμένα στο μυαλό τους» όσοι «φλέγονται από επιθυμία να εμπλακούν σε διάλογο με πειρατές» (Σαμαράς στα «ΝΕΑ» 27/6/2020). Ο Πρωθυπουργός επέμενε μέχρι πριν από μερικές ημέρες να θέτει την ενότητα του κόμματός του πάνω από τις μεγάλες αποφάσεις. Είχε φτάσει να ζητήσει από τους συνεργάτες του να μην αναφέρονται στον νόμο για τον γάμο των ομοφύλων για να μην «προκαλούν». Νόμιζε ότι η ανοχή αποτελεί δείγμα ισχύος. Οι εσωκομματικοί του αντίπαλοι, όμως, την εκλάμβαναν ως ένδειξη αδυναμίας και δειλίας.

Εν τέλει το μπαλάκι βρίσκεται στο δικό του γήπεδο, όχι σ’ εκείνο του ανθρώπου ή των ανθρώπων που τον αμφισβητούν. Το στίγμα του Σαμαρά, το πώς θα τον κρίνει η Ιστορία όπως είπε ο ίδιος, είναι ευδιάκριτο. Αυτό που αναζητείται ύστερα από πεντέμισι σχεδόν χρόνια στην πρωθυπουργία είναι το στίγμα του Μητσοτάκη. Αύριο θα είναι αργά.