Το επεισόδιο Σαμαρά στη Νέα Δημοκρατία μοιάζει να έκλεισε σαν να μην υπήρξε – με τη διαγραφή του πρωταγωνιστή του. Οσα συνέβησαν δείχνουν πρώτα απ’ όλα τη δυναμική της παρέμβασης του Αντώνη Σαμαρά: αχνή, υπαγορευμένη από το θυμικό, χωρίς σχέδιο – όπως αποδεικνύεται από τη σιωπή των όποιων σαμαρικών υπάρχουν στο Κοινοβούλιο. Και επίσης, εμμονική σε ένα θέμα που είναι πολύ πιο σύνθετο από όσο το παρουσίασε στη συνέντευξή του στον Νίκο Χασαπόπουλο για το «Βήμα»: την εξωτερική πολιτική της χώρας και τη σχέση της Ελλάδας με την Τουρκία.

Ο πρώην πρωθυπουργός δεν είναι ο πρώτος πολιτικός που ταυτίζει τον εαυτό του με τον πατριωτισμό και τις στρατηγικές του. Σε ένα κόμμα όπως η ΝΔ, που στεγάζει συντηρητικές τάσεις, δεν είναι ξένη η προσέγγισή του. Είναι όμως ανοίκειο να υπαινίσσεται ότι ο επίγονός του στην πρωθυπουργία κάνει «χαριεντίσματα» με τούρκους και αλβανούς πολιτικούς, ότι η εξωτερική πολιτική του δηλαδή δεν είναι πατριωτική όπως ορίζει εκείνος τον πατριωτισμό.

Η κριτική αυτή ήταν αδύνατο να γίνει αποδεκτή. Και έλυσε τα χέρια στον Πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη να κάνει επίδειξη ισχύος.

Αποφασίζοντας αμέσως τη διαγραφή του Αντώνη Σαμαρά, υπενθυμίζοντάς του μάλιστα και τα γεγονότα του 1993 όταν είχε ρίξει την κυβέρνηση του πατέρα του, Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, έστειλε ένα μήνυμα και σε μια εσωκομματική αντιπολίτευση που πιθανόν θεωρούσε αδύναμο τον Πρωθυπουργό. Ενα μήνυμα για το ποιος είναι ισχυρός. Που σημαίνει ότι η κοινοβουλευτική και πολιτική επιβίωση πιθανών διαφωνούντων εξαρτάται αποκλειστικά απ’ τον Μητσοτάκη – αφού τυχόν συντονισμός ευρύτερων δυνάμεων με τον Αντώνη Σαμαρά μπορούσε να οδηγήσει άμεσα σε νέες εκλογές.

Ο Μητσοτάκης, με τη διαγραφή Σαμαρά, εξήγησε με σαφήνεια ότι δεν θα ανεχθεί το εσωκομματικό ροκάνισμα, με διακύβευμα τις βασικές συνιστώσες της πολιτικής του – μια εκ των οποίων είναι η προσπάθεια διευθέτησης των ελληνοτουρκικών διαφορών, παράλληλα με την ενίσχυση της στρατιωτικής ισχύος και του διπλωματικού βάρους της χώρας.

Από το 2019, η Ελλάδα άλλαξε βηματισμό στα θέματα εξωτερικής πολιτικής (τα εθνικά θέματα, όπως αδόκιμα και περιοριστικά κάποιοι συνεχίζουν να τα αποκαλούν). Ξαναμπήκε στην κούρσα των εξοπλισμών ενώ είναι σημαντική η ενίσχυση του κύρους της Ελλάδας χάρη και στον αντίκτυπο που είχαν πολιτικές όπως η κρατική αντιμετώπιση του Covid, η συμβολή της στη δημιουργία  του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, η εθνική και ταυτόχρονα ευρωπαϊκή απάντηση στην υβριδική επίθεση στα βόρεια σύνορά μας με όχημα μετανάστες και πρόσφυγες, η χωρίς αστερίσκους δυτική ματιά στις παγκόσμιες κρίσεις κ.ά.

Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις, που δοκιμάστηκαν από μεγάλες εντάσεις ανάμεσα στις δύο χώρες, κατέληξαν σε μια συμφωνία για «ήρεμα νερά». Και με τη διακηρυγμένη πρόθεση οι δύο χώρες να συζητάνε, με πιθανή κατάληξη μια συμφωνία ανάμεσά τους. Είναι η στρατηγική όλων των σημαντικών ηγετών της Μεταπολίτευσης, εκκινώντας από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Επειδή οι εκκρεμότητες που μένουν, με τον χρόνο, μπορεί να είναι ακόμα πιο δυσεπίλυτες, δυσμενέστερες για τα εθνικά συμφέροντά μας.

Η επιδίωξη να μην την πάθουμε και στο Αιγαίο όπως την πάθαμε στην Κύπρο είναι ρεαλιστική επιδίωξη μιας ρεαλιστικής σχολής πολιτικής. Δεν είναι ούτε δεξιά ούτε αριστερή πολιτική. Είναι πολιτική με προοπτική την καλή γειτονία. Κι είναι πατριωτική, επειδή είναι η μόνη πολιτική που έχει στόχο ένα περιβάλλον ειρήνης και ανάπτυξης. Οποιαδήποτε άλλη πολιτική ρήξης οδηγεί σε ατελείωτη κούρσα εξοπλισμών και πάντα στην πιθανότητα μιας σύρραξης – με ολέθρια αποτελέσματα, όπως τα βλέπουμε στις περιοχές του πλανήτη όπου σήμερα υπάρχουν ενεργές συρράξεις.