H πρόσφατη επίσκεψη του τούρκου υπουργού Εξωτερικών Χακάν Φιντάν στην Αθήνα (8 Νοεμβρίου) έγινε σε εξαιρετικό κλίμα. Φαίνεται ότι έχει αρχίσει να μπαίνει στο αυλάκι ένας διάλογος που ίσως οδηγήσει σε διαπραγματεύσεις με το Διεθνές Δικαστήριο στον ορίζοντα σε ό,τι αφορά ειδικά την υφαλοκρηπίδα.

Η πολλαπλή ελληνοτουρκική διένεξη του Αιγαίου φέτος συμπληρώνει 50 χρόνια (ξεκίνησε τον Φεβρουάριο του 1974 με την ελληνική ρηματική διακοίνωση προς την Τουρκία για την υφαλοκρηπίδα). Μέχρι σήμερα έχουν ακολουθηθεί από τις σοβαρές ελληνικές κυβερνήσεις δύο διαδικασίες, αυτές που τις αποκαλώ «μεγάλο πακέτο» και «μικρό πακέτο». Στην πρώτη διαδικασία, επί Κωνσταντίνου Καραμανλή είχαν συζητηθεί εκτενώς με στόχο την επίλυση επτά ζητήματα (1975-1981). Στη δεύτερη διαδικασία, στις γνωστές ως «διερευνητικές επαφές» (2002-2003) επί Κώστα Σημίτη συζητήθηκαν διεξοδικά δύο ζητήματα, η αιγιαλίτιδα ζώνη και η υφαλοκρηπίδα και κατ’ επέκταση ο εθνικός εναέριος (ανάγκη εναρμόνισης με την αιγιαλίτιδα ζώνη). Μάλιστα οι δύο πλευρές είχαν φτάσει στο παρά πέντε σε understanding: επέκταση της ελληνικής αιγιαλίτιδας ζώνης στα 12 ναυτικά μίλια για τα ηπειρωτικά εδάφη, με τα νησιά να παραμένουν στα 6 μίλα.

Σήμερα η ελληνική πλευρά φαίνεται να εμμένει στη συζήτηση μόνο του ζητήματος της υφαλοκρηπίδας με στόχο την επίλυση στο Διεθνές Δικαστήριο. Η τουρκική πλευρά ευλόγως εμμένει στη συζήτηση σε όλα τα «αλληλένδετα θέματα». Πιο λογική και πιο αποδεκτή διεθνώς φαίνεται η δεύτερη οπτική, με την ελληνική ὰ la carte θέση να μην πείθει διεθνώς και να μη φαίνεται εποικοδομητική.

Υπενθυμίζω ότι το έχουν πει εν προκειμένω ο Κωσταντίνος Καραμανλής και ο Κωστής Στεφανόπουλος. Ο Καραμανλής στην ελληνική Βουλή είχε καταρχήν δηλώσει επανειλημμένως ότι το Αιγαίο δεν είναι αποκλειστική «ελληνική θάλασσα». Και απαντώντας στις εθνικιστικές κορόνες του Ανδρέα Παπανδρέου είχε πει: «Τη διένεξη, κάθε διένεξη, μπορεί να τη δημιουργήσει οποιοσδήποτε διαφωνών μαζί σας, αμφισβητών το δίκιο σας… Από τη στιγμή αυτή δημιουργείται πρόβλημα, το πρόβλημα δεν μπορείτε να το αγνοήσετε». Ο Στεφανόπουλος σε άρθρο του στην Καθημερινή (28-5-2006) είχε γράψει: η θέση ότι «εμείς αναγνωρίζουμε ως μόνη διαφορά τον καθορισμό των ορίων της υφαλοκρηπίδας δεν φαίνεται σοβαρή. Οι διαφορές δημιουργούνται όταν ένα κράτος διατυπώνει αξιώσεις, δίκαιες ή άδικες, κατά του άλλου». Ακόμη και οι ιέρακες έλληνες νομικοί διεθνολόγοι στα επιστημονικά γραπτά τους έχουν παραδεχθεί ότι οι διαφορές είναι πλείονες και ότι αυτή καθαυτή η απόρριψη των αιτιάσεων της άλλης πλευράς «δηλώνει την ύπαρξη μιας νομικής διαφοράς».

Αλλωστε ακόμη και με το ένα θέμα, την υφαλοκρηπίδα, ενυπάρχει και το καίριο ζήτημα της αιγιαλίτιδας ζώνης, αφού στη βάση της όποιας αιγιαλίτιδας ζώνης αποφασιστεί θα διαμορφωθεί (από το Διεθνές Δικαστήριο) η εκατέρωθεν υφαλοκρηπίδα. Προφανώς η μια λύση είναι αυτή της κατάληξης των συνομιλιών του 2003, δηλαδή τα 12 μίλια στα ελληνικά ηπειρωτικά εδάφη. Η άλλη είναι να παραμείνει η Ελλάδα στα 6 μίλια που και αυτά έχουν διαφυλάξει και με το παραπάνω μέχρι σήμερα τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα (αμυντικά, οικονομικά, τουρισμό, κ.ά.).

Οσο για τη μονομερή επέκταση στα 12 μίλια, η πάγια θέση των εθνικιστών και των spoliers στη χώρα μας αποτελεί μέγα λάθος με ανυπολόγιστο κόστος για την Ελλάδα. Ας δούμε γιατί.

Πρώτον, με μια τέτοια επέκταση κλείνει η ανοικτή θάλασσα, με το Αιγαίο να καθίσταται «ελληνική λίμνη», γεγονός που πλήττει τα συμφέροντα των πολλών κρατών που τα πλοία τους πλέουν στο Αιγαίο και εν δυνάμει πλήττεται η διεθνής κοινότητα που κερδίζει από τη διέλευση του Αιγαίου (ναυσιπλοΐα, εμπόριο, τουρισμός).

Δεύτερον, συνιστά πράξη εχθρική προς την Τουρκία, της οποίας θίγονται τα νομιμοποιημένα συμφέροντά της στην περιοχή αυτή, μια και θα αποκλειστεί τελείως από το Αιγαίο, αφού δεν θα είναι ανοικτή θάλασσα. Η δε Αγκυρα, βλέποντας έναν από τους χειρότερους εφιάλτες της να πραγματοποιείται, δεν θα μείνει με σταυρωμένα χέρια, με δυσάρεστες συνέπειες για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και για την ειρήνη και την ασφάλεια στην περιοχή.

Τρίτον, όταν υπάρχει άλλη παράκτια χώρα, όπως συμβαίνει με το Αιγαίο, οι αλλαγές στο εύρος της αιγιαλίτιδας ζώνης είναι πιο λογικό και πιο δίκαιο να γίνονται σε συνεννόηση με τη γειτονική χώρα, στο πλαίσιο της καλής γειτονίας και της συνεργασίας που πρέπει να διέπει τις σχέσεις μεταξύ των κρατών (Χάρτης των Ηνωμένων Εθνών, Διακήρυξη του ΟΗΕ για τις Φιλικές Σχέσεις του 1970, Τελική Πράξη του Ελσίνκι του 1975, αρχή της συνεργασίας στη Σύμβαση του Δικαίου της Θάλασσας).

Τέταρτον, τυχόν επέκταση θα μετέτρεπε την Ελλάδα σε ένα είδος «αστυνόμου» στο Αιγαίο, αντιπαθέστατου διεθνώς αλλά και αναποτελεσματικού, μια και θα ήταν πρακτικά αδύνατον να ελέγξει όλη την περιοχή, και μάλιστα σε συνεχή βάση.

Επιπλέον, το κλείσιμο μιας ανοικτής θάλασσας, και ειδικά μιας θάλασσας όπως το Αιγαίο, που αποτελεί σημαντικότατη θαλάσσια οδό για άλλες θάλασσες, χώρες και ηπείρους, δεν αρμόζει στη χώρα που διαθέτει τον μεγαλύτερο εμπορικό στόλο στον κόσμο.

Ο Αλέξης Ηρακλείδης είναι ομότιμος καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.