Η αποπομπή του Αντώνη Σαμαρά από τη ΝΔ και η υποψία μήπως ο πρώην πρωθυπουργός ακολουθούνταν από ομάδα βουλευτών που θα ήταν διατεθειμένοι να ρισκάρουν την κοινοβουλευτική τους βολή για να προσπαθήσουν να συμβάλουν σε μια ενιαία έκφραση του συντηρητικού χώρου και της Ακροδεξιάς, αναζωπύρωσε την πιθανότητα της πρόωρης απώλειας της δεδηλωμένης από την κυβέρνηση Κυριάκου Μητσοτάκη. Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, ο Πρωθυπουργός θα ήταν αναγκασμένος να αναζητήσει ανανέωση της εμπιστοσύνης των πολιτών στις κάλπες. Κι αν η πολιτική ζωή οδηγούνταν σε μια τέτοια συγκυρία, η ΝΔ θα προσπαθούσε να δείξει στους ψηφοφόρους τις συντηρητικές της καταβολές ή θα επικαλούνταν τις συντηρητικές πτυχές της πολιτικής της (τις οποίες πρόβαλε και ο Μάκης Βορίδης). Αλλά το βασικό όπλο στη διεκδίκηση της επανεκλογής της ΝΔ θα ήταν αυτό που έχει διασφαλίσει για τη χώρα μετά το 2019: την πολιτική σταθερότητα.
Την ανάγκη διατήρησης της πολιτικής και της οικονομικής σταθερότητας, που θεωρεί εθνικό στόχο, μαζί με καίριες μεταρρυθμίσεις, υποστηρίζει με κάθε ευκαιρία και ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας. Σε μια χθεσινή εμφάνισή του σε εκδήλωση του Βloomberg, για την ανάγκη σταθερότητας σε συνδυασμό με τη δημοσιονομική πειθαρχία την οποία συνεχίζει να απαιτεί η Ευρωπαϊκή Ενωση μίλησε και ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης. Ο οποίος εξήγησε, ακόμα μια φορά, την οικονομική στρατηγική της κυβέρνησης και τις επιδόσεις της οικονομίας, με βάση αυτή τη στρατηγική. Αναγνώρισε τα προβλήματα που, κυρίως, έχει φέρει η ακρίβεια και τις περιορισμένες λύσεις που μπορεί να δώσει μια κυβέρνηση. Και τόνισε ότι, στη συγκυρία, η βασική προτεραιότητα της οικονομίας είναι η ανάγκη περισσότερων παραγωγικών επενδύσεων, περισσότερων ιδιωτικών κεφαλαίων για νέες επενδύσεις. Η διεύρυνση της παραγωγικής βάσης είναι ακόμα ένα συστατικό της σταθερότητας.
Η ρευστότητα του πολιτικού συστήματος, πάντως, και η πολυδιάσπαση στα αριστερά και στα δεξιά της ΝΔ πιστοποιούν ένα πράγμα: ότι η ανάγκη πολιτικής σταθερότητας, που προέκυψε τα χρόνια της χρεοκοπίας, με τη μορφή μιας ισχυρής κυβέρνησης να εφαρμόσει τους όρους των μνημονίων, παραμένει και σήμερα.
Το μόνο κόμμα που την υποσχέθηκε και την εφαρμόζει είναι η ΝΔ. Πέντε χρόνια μετά την πτώση του ΣΥΡΙΖΑ, δεν έχει βρεθεί κομματικός μηχανισμός που μπορεί να εγγυηθεί ότι η Ελλάδα δεν θα ξαναβρεθεί στη δίνη μιας αβεβαιότητας, συνεπεία των εσωτερικών εξελίξεων σε συνδυασμό με τη ρευστότητα των διεθνών εξελίξεων. Η πολυδιασπασμένη Αριστερά αλλά και η κατακερματισμένη Ακροδεξιά διαχειρίζονται αποκλειστικά τη διαμαρτυρία είτε τους συμβολισμούς μιας εθνικής υπερηφάνειας που δεν έχουν ούτε τη γνώση ούτε την ωριμότητα ούτε τα στελέχη για να την προσφέρουν. Φυσικά, ούτε το ΠΑΣΟΚ μπορεί να εγγυηθεί την απαιτούμενη πολιτική σταθερότητα – κι αυτός είναι ο βασικός λόγος της αδυναμίας του να παίξει ουσιαστικά τον ρόλο της αντιπολίτευσης.
Το βασικό πλεονέκτημα της κυβέρνησης Μητσοτάκη, που κάνει τους πολίτες να την προτιμούν ακόμα κι αν λιγοστεύουν οι ταυτίσεις τους με πρόσωπα και συστατικά της πολιτικής της, είναι η εγγύηση εκ μέρους της της πολιτικής σταθερότητας. Δεν είναι τυχαίο ότι η προβολή της σταθερότητας ως συνθήματος ήταν το ισχυρότερο επιχείρημα της ΝΔ στις κρίσεις μετά το 2020, το εκλογικό 2023 αλλά και σήμερα – κι αυτό είναι κάτι που το υπολογίζουν σοβαρά στο εσωτερικό του κυβερνητικού κόμματος ακόμα και όσοι πιθανόν, σε άλλη συγκυρία, θα είχαν μπει στον πειρασμό να συζητήσουν την προοπτική Σαμαρά.
Επιδεικτικός πατριωτισμός
Την επαύριον της επετείου του Πολυτεχνείου, έγινε χθες στη Βουλή μια μικρή τελετή αποκαλυπτηρίων ενός δυνατού έργου του χαράκτη Τάσσου. Ενός έργου εμπνευσμένου από τον συνταγματάρχη Σπύρο Μουστακλή, ο οποίος το 1973 βασανίστηκε ανηλεώς επί 47 ημέρες στα κρατητήρια της ΕΣΑ με αποτέλεσμα την ανήκεστη βλάβη της υγείας του.
Το έργο παρουσίασε με σύντομη ομιλία του ο πρόεδρος της Βουλής, Κωνσταντίνος Τασούλας. Ο οποίος εξήρε τη μέχρι αυτοθυσίας πατριωτική συνείδηση του Μουστακλή, που τον οδήγησε να συμμετάσχει με άλλους αξιωματικούς στο αποτυχόν Κίνημα του Ναυτικού κατά των πραξικοπηματιών και να πληρώσει βαριές συνέπειες. Ο πρόεδρος αντιδιέστειλε το πατριωτικό φρόνημα του τιμωμένου στο παράδειγμα προς αποφυγή εκείνων που «έχουν κάνει τον πατριωτισμό επίδειξη, αυτό άλλωστε συνεχίζεται και σήμερα». Εκείνων «που έκαναν τον πατριωτισμό οικειοποίηση, αυτό συνεχίζεται και σήμερα». Και εκείνων «που έκαναν τον πατριωτισμό μονοπώληση, αυτό συνεχίζεται και σήμερα».
«Πατριωτισμός επιδεικτικός, οικειοποιήσεως, μονοπωλήσεως και πολύ περισσότερο τιμωρητικός και εκδικητικός, δεν είναι πατριωτισμός, είναι υποκρισία και βαρβαρότητα», συνόψισε ο πρόεδρος – και τα πυρά που έριξε πιθανόν να μην ήταν άσφαιρα, αφού θα μπορούσαν να φωτογραφίζουν την περίπτωση του διαγραφέντος Αντώνη Σαμαρά.