Τον Φεβρουάριο του 1917, ο Αλεξάντρ Κερένσκι ανέλαβε επικεφαλής της μετεπαναστατικής προσωρινής κυβέρνησης της Ρωσίας. Ανοιξε τις φυλακές, καθιέρωσε την καθολική ψήφο, υποστήριξε τα ίσα δικαιώματα για τις γυναίκες, προώθησε την ελευθερία της έκφρασης. Η επανάσταση, έλεγε, πρέπει να φέρει ελευθερία και χαρά. Τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς ανετράπη από τους Μπολσεβίκους και διέφυγε στη Δύση, απ’ όπου παρακολούθησε τη χώρα του να περνάει από τη μια καταστροφή στην άλλη. Τις τελευταίες δεκαετίες της ζωής του τις πέρασε στο σπίτι της πλούσιας χήρας Κένεθ Σίμσον, στην Ανατολική 91η Οδό της Νέας Υόρκης. Πέθανε το 1970 σε ηλικία 89 ετών και ενταφιάστηκε στο νεκροταφείο Πάτνι Βέιλ του Λονδίνου.

Πώς μας ήρθε στο μυαλό αυτός ο άνθρωπος; Είναι καμιά επέτειος; Bεβήλωσε τον τάφο του κανένας πράκτορας του Πούτιν; Οχι. Ο αγαπημένος Σάιμον Κούπερ των Financial Times γράφει ότι «εμείς οι φιλελεύθεροι μπορούμε να διακρίνουμε το πιθανό μας μέλλον στην ιστορία του Κερένσκι». Και μάλλον δεν αναφέρεται στην πλούσια χήρα.

O Kούπερ γεννήθηκε το 1969 στην Ουγκάντα από νοτιοαφρικανούς γονείς, πέρασε τα παιδικά του χρόνια στην Ολλανδία, έζησε σε διάφορες χώρες, για να εγκατασταθεί τελικά στο Παρίσι. Στον υπέροχο κόσμο της δημοσιογραφίας μπήκε το 1994 επειδή ήθελε να μετέχει στον μηχανισμό που βοηθούσε τις ισχυρές δυτικές κυβερνήσεις να κάνουν σωστές επιλογές. Συμπληρώνονταν πέντε χρόνια από την πτώση του Τείχους. Η παγκόσμια φτώχεια υποχωρούσε. Ο ρατσισμός και ο σεξισμός ήταν ξεπερασμένοι. Μια νέα «διεθνής κοινότητα» έστελνε τους πολέμους στον σκουπιδοτενεκέ της Ιστορίας. «Ολες οι χώρες αλλάζουν προς το καλύτερο», του είχε πει ο γερουσιαστής Τεντ Κένεντι. «Η Νότια Αφρική, αλλά ακόμη κι η Βουλγαρία. Η Βουλγαρία!»

Οταν εξελέγη ο Τραμπ, το 2016, ο Κούπερ σάστισε, αλλά δεν έχασε το θάρρος του. Αντιθέτως, πείσμωσε. Μελετούσε, έγραφε, προσπαθούσε να καταλάβει. Τώρα, μετά την επανάληψη του κακού, ακούει τους Τραμπικούς να κοροϊδεύουν τους φιλελεύθερους ότι δεν το είχαν δει να ‘ρχεται. «Κάνουν λάθος», γράφει στους FT. «Οι περισσότεροι φιλελεύθεροι το είχαν δει να ‘ρχεται. Εχουμε μάθει την απαισιοδοξία από το 2016. Στην πραγματικότητα, η απαισιοδοξία είναι σήμερα η κοσμοθεωρία μας. Αυτή τη φορά δεν έχουμε ούτε σαστίσει ούτε πεισμώσει. Nιώθουμε απλώς ότι είναι μάταιο».

Ποιο είναι μάταιο; Να χρησιμοποιούμε τα εργαλεία που διδαχθήκαμε. Να εκθέτουμε επιχειρήματα. Να πιστεύουμε στον κοινωνικό χαρακτήρα της δημοσιογραφίας. Να προσπαθούμε να αποδείξουμε ότι ένας υποψήφιος είναι ψεύτης, διεφθαρμένος, ακόμη και φασίστας. Δεν ενδιαφέρει κανέναν. Ο φιλελευθερισμός έχασε. Δεν θα καταπολεμήσουμε ούτε την κλιματική αλλαγή.

Η μόνη παρηγοριά, καταλήγει ο δημοσιογράφος, είναι ότι κανείς, ούτε καν ένας αμερικανός πρόεδρος, δεν μπορεί να επηρεάσει δραστικά τον κόσμο. Ο οικονομολόγος Λάρι Σάμερς παρατήρησε κάποτε ότι ο Ομπάμα εξελέγη πρόεδρος την ίδια εποχή που γενικεύτηκε η χρήση των κινητών τηλεφώνων. Τι από τα δύο άλλαξε την κοινωνία περισσότερο;