Στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα διαπίστωσαν ότι τα σχέδιά τους για τη μείωση των επιτοκίων απειλούνται από τις απότομες αυξήσεις των μισθών. Αυτό δεν συνέβη σε κάποια χώρα του ευρωπαϊκού Νότου, όπως την Ελλάδα, που σε έναν βαθμό θα δικαιολογούνταν κάτι τέτοιο, έχοντας μείνει πολύ πίσω για μία και πλέον δεκαετία στις μισθολογικές απολαβές. Αλλά ο συναγερμός έχει χτυπήσει για τις αυξήσεις των μισθών στη Γερμανία. Οι μισθοί, όπως προέκυψε από τις συλλογικές διαπραγματεύσεις μεταξύ των συνδικάτων και των εργοδοτικών οργανώσεων, αυξήθηκαν στο ενιάμηνο του έτους, στην κλυδωνιζόμενη μεγαλύτερη οικονομία της ευρωζώνης, κατά 8,8% σε σχέση με έναν χρόνο πριν σε μέσα επίπεδα. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη αύξηση των τελευταίων τριών δεκαετιών (από το 1993). Θα πρέπει να ψάξει κανείς πολύ πριν από το ευρώ, όταν ακόμα η οικονομία βασιζόταν στο μάρκο, για να βρει τέτοιες αυξήσεις. Εγιναν μάλιστα, παρά το γεγονός ότι η γερμανική οικονομία βρίσκεται σε στασιμότητα. Στην Ελλάδα η κυβέρνηση συνεχίζει να επιλέγει τον «αραμπά» του κοινωνικού αυτοματισμού. Υπάρχει η ισχυρή πεποίθηση ότι η μόνη δυνατότητα που έχει είναι η ετήσια αύξηση του κατώτατου μισθού, με την ελπίδα ότι αυτή η αύξηση θα συμπαρασύρει (αυτόματα) προς τα πάνω και τους υπόλοιπους μισθούς. Προφανώς αυτό δεν συμβαίνει. Σίγουρα όχι στον βαθμό που πίστευαν στην κυβέρνηση. Ακόμα και αυτοί που αυξάνονται, αυτό συμβαίνει, όχι λόγω της κυβερνητικής αύξησης του κατώτατου μισθού, αλλά λόγω της έλλειψης εργαζομένων σε κάποιους πολύ συγκεκριμένους τομείς της οικονομίας.

Η κυβέρνηση μάλιστα πεισματικά, τη στιγμή που δεν της βγαίνει η βασική της πολιτική για τους μισθούς, επιλέγει τη διατήρηση αντικινήτρων για την αύξησή τους, όπως τη μη τιμαριθμοποίηση της φορολογικής κλίμακας για όλα την περίοδο που βρίσκεται στην εξουσία. Μειώνει μεν τις εισφορές, αλλά διατηρεί την κλίμακα φορολόγησης των μισθωτών των πρώτων Μνημονίων – τη διατήρησε ακόμα και στις χειρότερες μέρες του πληθωρισμού –, «πετυχαίνοντας» μόνο για το 2024 επιπλέον έσοδα πάνω από ένα δισεκατομμύριο ευρώ. Και μάλιστα επιλέγει την ίδια συνταγή, της έμμεσης αύξησης των φόρων στη μισθωτή εργασία, να τη συνεχίζει και στον προϋπολογισμό του 2025 (νέα αύξηση 880 εκατομμύρια ευρώ στα έσοδα από τη φορολόγηση των μισθωτών).

Την ίδια στιγμή, φαίνεται να μην αποδίδουν οι προσπάθειές της για το θέμα της επιστροφής των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, με μόλις το ένα τρίτο των εργαζομένων έξι χρόνια μετά την ολοκλήρωση και του τρίτου Μνημονίου, να καλύπτεται από μία κλαδική ή επιχειρησιακή σύμβαση, η οποία κατά κανόνα οδηγεί και σε υψηλότερες αμοιβές. Ολόκληροι κλάδοι επιχειρήσεων σφυρίζουν αδιάφορα, εκμεταλλευόμενοι το χαλαρό νομοθετικό πλαίσιο αλλά και την απουσία πολιτικής πίεσης, στο ενδεχόμενο οποιασδήποτε συζήτησης με τους εκπροσώπους των εργαζομένων. Οι Γερμανοί στην πιο δύσκολη οικονομική κατάσταση της ιστορίας τους, επιλέγουν αντίθετη τακτική. Συγκρατούν τις επιπτώσεις της δικής τους κρίσης στο εισόδημα των πολιτών, ενισχύουν θεσμούς συνεννόησης μεταξύ εργαζομένων και εργοδοτών και απελευθερώνουν οικονομικές δυνάμεις, προσδοκώντας σε μια εκ των έσω αναθέρμανση της οικονομίας τους.