Εχουμε τα πραγματικά μας προβλήματα. Τα χρήματα που για πολλούς δεν φτάνουν για να βγάλουν τον μήνα, το ότι κυνηγάμε καθημερινά την «ουρά» μας με τον τρόπο ζωής στις πόλεις, τα παγκόσμια προβλήματα που μας αγχώνουν, από την απειλή πυρηνικών πολέμων μέχρι γεωπολιτικές αλλαγές. Εχουμε και τη δική μας «μίρλα». Τη διαστρεβλωμένη εικόνα της κατάστασής μας, που οδηγεί σε οξεία γκρίνια.
Η Eurostat μέσα στις στατιστικές της έρευνες που κάνει δημοσιεύει και μία για την αυτοκατάταξη κάθε χώρας ως προς το ποσοστό του πληθυσμού που θεωρεί τον εαυτό του φτωχό. Η τελευταία τέτοια έρευνα δημοσιεύτηκε πριν από μερικές μέρες. Η Ελλάδα σε αυτή την κατάταξη του 2023 είναι μακράν η πρώτη χώρα ως προς το ποσοστό των πολιτών που δηλώνουν φτωχοί, με 67%. Στον πραγματικό δείκτη φτώχειας, βάσει των ευρωπαϊκών κριτηρίων, είμαστε στην όγδοη θέση, με ποσοστό 18,9% επί του συνόλου του πληθυσμού. Στον δείκτη που συμπυκνώνει τι πιστεύουμε εμείς για την οικονομική μας κατάσταση, θεωρούμε ότι είμαστε μακράν οι φτωχότεροι.
Για να γίνει πιο κατανοητό, στην Ευρωπαϊκή Ενωση για κάθε 100 ανθρώπους που δηλώνουν φτωχοί οι 90 είναι πραγματικά φτωχοί. Στην Ελλάδα, για κάθε 100 ανθρώπους που δηλώνουν φτωχοί πραγματικά φτωχοί είναι οι 28. Η δεύτερη χώρα μετά την Ελλάδα στη λανθασμένη εκτίμηση για την πραγματική οικονομική μας κατάσταση είναι η Σλοβακία, όπου για κάθε 100 ανθρώπους που δηλώνουν φτωχοί πραγματικά φτωχοί είναι οι 49. Στη Βόρεια Ευρώπη υπάρχουν χώρες που όσοι νιώθουν φτωχοί είναι λιγότεροι από όσους είναι πραγματικά φτωχοί. Σε αυτές κερδίζουν οι αισιόδοξοι.
Αντίθετα στις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου οι απαισιόδοξοι έχουν το πάνω χέρι. Οι πολίτες δηλώνουν πιο φτωχοί από ό,τι πραγματικά είναι. Η Ελλάδα ωστόσο είναι μια κατηγορία μόνη της.
Οι αιτίες, προφανώς πολλές. Το επίπεδο γνώσης και κατανόησης των οικονομικών είναι σίγουρα ένα θέμα, πρωτίστως της εκπαιδευτικής πολιτικής, και φάνηκε στον τρόπο που αντιμετωπίσαμε τα μνημόνια σε σχέση με άλλες χώρες που επίσης είχαν αντίστοιχης τάξης προβλήματα. Τα όσα περάσαμε ως λαός κατά τη διάρκεια της κρίσης έχουν σε μεγάλο βαθμό μείνει χαραγμένα στο μυαλό όλων μας. Κυρίως όμως ενεργοποιούν συνεχώς τα αντανακλαστικά μας για το τι χειρότερο θα μας βρει. Πρόκειται ξεκάθαρα για έναν δείκτη απαισιοδοξίας ο οποίος δεν επιτρέπει στην χώρα να προχωρήσει.
Η ελληνική επίδοση στον συγκεκριμένο δείκτη φανερώνει την αδυναμία της κυβέρνησης να μεταδώσει στους πολίτες τη σημασία να έχουν οι ίδιοι την «ιδιοκτησία» του προγράμματός της. Να πιστέψουν ότι αυτό που εφαρμόζεται είναι προς όφελός τους και να το αγκαλιάσουν. Κάτι που το πληρώσαμε ως χώρα την προηγούμενη δεκαετία και δεν άλλαξε. Ενδεχομένως μάλιστα να υποτιμήθηκε η σημασία του.
Με αυτό ως δεδομένο, η καλή γνώση της πραγματικής μας κατάστασης, η οποία σε επίπεδο εισοδημάτων έχει σημείο εκκίνησης κοντά στον ευρωπαϊκό «πάτο», αλλά σε επίπεδο μακροοικονομικών μεγεθών εμφανίζει σημαντικά καλύτερη εικόνα, αποτελεί το μεγαλύτερο διακύβευμα για τη χώρα το επόμενο διάστημα. Μαζί βέβαια με την οριοθέτηση ενός νέου, πιο σαφούς σχεδίου στο οποίο θα πιστέψουν οι πολίτες.