Η πρώτη είδηση που πέρασε εχθές το πρωί από τις οθόνες μου ήταν ο θάνατος του Μανούσου Μανουσάκη. Μα μέχρι πριν από λίγες μέρες δύο φίλοι μου ηθοποιοί που συνεργάζονταν μαζί του στο καινούργιο του σίριαλ «Το δίχτυ», το οποίο μόλις άρχισε να προβάλλεται από την ΕΡΤ, μου διηγούνταν στιγμιότυπα από τα γυρίσματα. Στη συνέχεια, θυμήθηκα ότι στη μακρινή δεκαετία του 1980 είχα κάνει μια συνέντευξη μαζί του. Μαζί του ή με την αδελφή της μητέρας του, την αείμνηστη Ειρήνη Παπά; Δεν θυμάμαι. Αυτό που θυμάμαι είναι ότι είχα συναντήσει και τους δύο στην αυλή κάποιου καφέ στο Κολωνάκι. Αλλά και πάλι δεν έρχεται στη μνήμη μου ποιος από τους δύο μού είχε πει ότι η τέχνη δεν είναι φιλανθρωπικό ίδρυμα, πάντως σε εκείνη τη συνέντευξη ήταν.
Μετά, η τρέχουσα επικαιρότητα σαν να παραμέρισε κάπως την είδηση του θανάτου του. Αλλά εκεί, στο βάθος του μυαλού μου, σαν κάποιος να τραγουδούσε «Τι πρέπει, τι δεν πρέπει ποτέ δεν σκέφτηκα / εγώ μέχρι θανάτου σε ερωτεύτηκα». Το τραγούδι του Χρήστου Νικολόπουλου που έπαιζε στους τίτλους του σίριαλ «Ψίθυροι καρδιάς», το οποίο, στα τέλη της δεκαετίας του 1990, έφτανε την τηλεθέαση στο Mega στο 60% και στο 65%. Και μετά, εκείνο το «Εγώ μιλώ με προσευχές για εσένα, μάγισσά μου» του Γιώργου Χατζηνάσιου από το «Αγγιγμα ψυχής». Ποιο από τα δύο σίριαλ είχε παιχτεί πρώτο; Πάντως το «Η αγάπη ήρθε από μακριά» ήταν μετά. Το θυμάμαι γιατί είχα κάνει πια την ανακαίνιση του σπιτιού μου και είχα χωρίσει με τον τάδε.
Και κάπως έτσι συνειδητοποίησα ότι ο Μανούσος Μανουσάκης που δεν θυμόμουν τις λεπτομέρειες της μίας και μοναδικής συνάντησης μαζί του, ήταν με κάποιον τρόπο παρών στη ζωή μου επί δεκαετίες. Σαν ένας μακρινός φίλος. Και τα σίριάλ του με βοηθούν να «τοποθετήσω» χρονολογικά κάποια γεγονότα. Σαν τη γιαγιά μου που έλεγε: «Πότε πέθανε ο αδελφός μου ο Κωνσταντής; Κάτσε να θυμηθώ… Αφού είχα ράψει το φόρεμα με τις μοβ φιούμπες». Ετσι όπως τα ασήμαντα μας βοηθούν να θυμηθούμε τα σημαντικά.
Ο Μανούσος Μανουσάκης έγραψε πολλά κεφάλαια της ελληνικής ιδιωτικής τηλεόρασης. Που προχθές, την ημέρα της επετείου της επίσημης έναρξης του Mega, συμπλήρωσε τα 35 της χρόνια. Και που ένα από τα συστατικά χαρακτηριστικά της ήταν η αναβάθμιση της μυθοπλασίας. Κι εκείνος ήξερε να τη χειρίζεται με έναν μοναδικό τρόπο, παραδοσιακό αλλά και ανανεωτικό συγχρόνως. Μετά την «κλειδαρότρυπα» που μας άνοιξε με το «Τμήμα Ηθών», καταπιάστηκε με το πιο κοινό θέμα από καταβολής δραματουργίας. Τον απαγορευμένο έρωτα. Που τον έφερε στα σύγχρονα. Ρασοφόρος με φοιτήτρια. Ρομά με μπαλαμό. Χριστιανή με μουσουλμάνο. Πλούσια τσιφλικού με αλβανό εργάτη. Ακόμη και τους «αδύνατους», εν καιρώ πολέμου, έρωτες.
Μύθοι και παραμύθια
Με αφορμή τον θάνατο του Μανουσάκη αλλά και τα 35 χρόνια του Mega και της ιδιωτικής τηλεόρασης σκεφτόμουν και κάτι που συζητώ συχνά με τους φίλους μου, αρκετοί από τους οποίους δουλεύουν στην τηλεόραση. Τι κάνει ένα σίριαλ καλό και του δίνει μεγάλες θεαματικότητες; Βεβαίως και δεν υπάρχει συνταγή, είναι θέμα ισορροπιών. Αλλα σίριαλ έχουν πολύ καλοδουλεμένους χαρακτήρες αλλά μεγάλες «τρύπες» στην πλοκή που αφήνουν τους χαρακτήρες να αιωρούνται. Αλλα έχουν ενδιαφέρουσα πλοκή αλλά κάκιστους διαλόγους που εκθέτουν τους χαρακτήρες. Αλλα κερδίζουν θεαματικότητα λόγω ταύτισης του μέσου τηλεθεατή με την ιστορία. Και άλλα για τον ακριβώς αντίθετο λόγο, την αποστασιοποίηση του τηλεθεατή από τα τραγικά συμβάντα, τύπου «ευτυχώς που αυτά δεν συμβαίνουν σε εμάς».
Ο συνδυασμός αυτών των στοιχείων, και μάλιστα εμπειρικά (όπως μαγείρευαν οι παλιές νοικοκυρές «με το μάτι»), δημιουργεί ένα «σύμπαν» περισσότερο ή λιγότερο ελκυστικό για τον τηλεθεατή. Και έτσι καταλαβαίνω τις μασίφ υψηλές θεαματικότητες της «Γης της ελιάς». Ανεξάρτητα από την πλοκή, οι μικροϊστορίες των περιφερειακών ηρώων δημιουργούν την αίσθηση ότι επιστρέφεις στο χωριό σου και μαθαίνεις τα νέα των κατοίκων του.