«Ρε συ, μου αρέσει φέτος το Φεστιβάλ διότι υπάρχουν πολλές ελληνικές ταινίες και έχω καταλήξει ότι, με διαφορετικό τρόπο η καθεμία, όλες έχουν ενδιαφέρον. Δεν τα έχω βέβαια δει όλα, αλλά έχει τύχει να δω κάποια σε μοντάζ· ξέρεις εμείς που κάνουμε ταινίες δείχνουμε ο ένας την ταινία μας στον άλλο. Και από αυτά που είδα έχω συγκρατήσει πάρα πολύ όμορφα πράγματα». Τα πρώτα, γενναιόδωρα αυτά λόγια του Αγγελου Φραντζή, όταν τον συνάντησα για να πάρουμε μαζί πρωινό στο ξενοδοχείο City (όπου τυχαία φιλοξενηθήκαμε και οι δύο από το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης), μου δίνουν αμέσως την αίσθηση ότι αυτή η κουβέντα μας, το πρωινό της Πέμπτης 7 Νοεμβρίου, θα πάει καλά.

Ο Αγγελος Φραντζής, ένας ψηλός, αδύνατος άντρας ο οποίος, ενώ έχει ασπρίσει, δεν έχει χάσει ίχνος από τη νιότη που είχε όταν τον πρωτογνώρισα πριν από περίπου είκοσι χρόνια, καθόταν ήδη στο τραπέζι. Ημουν χαρούμενος που τον έβλεπα ύστερα από πολύ καιρό και μου άρεσε που συμφωνούσαμε σε αυτό που είπε για τις ελληνικές ταινίες στο Φεστιβάλ. Κάποια στιγμή ο Φραντζής αναφέρθηκε συγκεκριμένα σε μια που βρήκε ενδιαφέρουσα, το «Killerwood» του Χρήστου Μασσαλά, και η οποία αφορά το παρασκήνιο των γυρισμάτων μιας ελληνικής ταινίας τρόμου. Του είπα ότι ένας από τους λόγους για τους οποίους και αυτή η ταινία έχει για μένα ενδιαφέρον είναι το στοιχείο του αυτοσαρκασμού (το κινηματογραφικό είδος τρόμου είναι ανύπαρκτο στην Ελλάδα). Το ίδιο πιστεύω ότι ως έναν βαθμό συμβαίνει και με τον «Νόμο του Μέρφυ» του Φραντζή, τον λόγο για τον οποίο φέτος ο σκηνοθέτης βρέθηκε στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.

Την Τρίτη 5 Νοεμβρίου, δύο μέρες πριν από τη συνάντησή μας, «Ο νόμος του Μέρφυ» είχε κάνει πρεμιέρα εκτός συναγωνισμού στο Ολύμπιον, ως ειδική προβολή του Φεστιβάλ, ενώ ταυτόχρονα προβαλλόταν και στην Αθήνα. Από την περασμένη Πέμπτη 21 Νοεμβρίου προβάλλεται εμπορικά στις αίθουσες σε διανομή Tanweer που έκανε και την παραγωγή της. Στην ταινία παρακολουθούμε την ιστορία (ή καλύτερα τις ιστορίες) της Μαρίας Αλίκης (Κάτια Γκουλιώνη), αποτυχημένης ηθοποιού, η οποία έπειτα από ένα ατύχημα εισέρχεται σε μια «πραγματικότητα» όπου καλείται να παίξει όλους τους πιθανούς ρόλους που θα μπορούσε να της έχει χαρίσει η ζωή.

Μετά την «Ευτυχία»

Συν τοις άλλοις, «Ο νόμος του Μέρφυ» σηματοδοτεί την επιστροφή του Αγγελου Φραντζή στα κινηματογραφικά πλατό και στη σκηνοθεσία, πέντε χρόνια μετά την ταινία που άλλαξε τη δική του ζωή, την «Ευτυχία». Ηταν ένας κινηματογραφικός ύμνος προς τη στιχουργό Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, τον οποίο απόλαυσε όλη η Ελλάδα. Ρώτησα αυθόρμητα τον Φραντζή αν έχει κουραστεί από αυτό το βαρύ πέπλο της επιτυχίας. «Να σου πω την αλήθεια, όχι», απάντησε. «Εχω γυρίσει τόσες ταινίες που έχουν κάνει ελάχιστα εισιτήρια, οπότε τα πολλά, τα λίγα… Πιστεύω πάρα πολύ σε αυτό που έλεγε ο Ταρκόφσκι, ότι οι ταινίες δεν είναι ούτε για τους πολλούς ούτε για τους λίγους. Είναι για τον καθένα ξεχωριστά. Τι σχέση αποκτά ο καθένας ξεχωριστά με το αντικείμενο της τέχνης;». Σε κάθε περίπτωση, η επιτυχία της «Ευτυχίας» άνοιξε πολλές πόρτες στον Φραντζή, αν και εκείνος χειρίστηκε την κατάσταση με ψυχραιμία. «Μετά την “Ευτυχία” μού πρότειναν χίλια διαφορετικά πράγματα, είτε στο σινεμά είτε στην τηλεόραση, που ήταν όμως αντίστοιχα με την “Ευτυχία”. Αποφάσισα να μην κάνω τίποτα από όλα αυτά γιατί δεν ήθελα να εξαργυρώσω κάτι. Αυτό είναι το ζήτημα; Οχι. Το ζήτημα είναι να κάνεις κάτι που σε βοηθά να προχωρήσεις παρακάτω. Κάτι που θα σε βοηθήσει να ερευνήσεις ένα καινούργιο πεδίο, να συντονιστείς με κάποια περίοδο που πιστεύεις ότι είναι η ζωή σου. Αλλιώς τι νόημα θα είχε να μπαίνουμε στη διαδικασία με όλες αυτές τις δυσκολίες και τον κόπο που έχει μια ταινία; Για να κάνουμε επιτυχία; Ποιος χ…ε για την επιτυχία; Σημασία έχει να κάνεις κάτι που να σε προχωρά σαν άνθρωπο. Προφανώς σε ενδιαφέρει αυτό που κάνεις να έχει μια ανταπόκριση, όποια και αν είναι αυτή. Κάνεις μια ταινία γιατί θες να επικοινωνήσεις. Αλλά και να μην επικοινωνήσει ένα έργο σου με τους άλλους, δεν πειράζει. Η δημιουργία για μένα είναι κάτι που σε ανοίγει σαν άνθρωπο και σε βοηθά να καταλάβεις πράγματα για σένα και για τους άλλους. Καλύτερα να πλένω πιάτα από το να εξαργυρώνω επιτυχίες».

«”Ο νόμος του Μέρφυ” ήταν κάτι εντελώς διαφορετικό που όμως ο Αγγελος ήθελε πάρα πολύ να το κάνει, οπότε οφείλαμε να τον στηρίξουμε», μου είχε πει πριν από τη συνάντησή μου με τον Φραντζή ο παραγωγός και των δύο ταινιών, ο Διονύσης Σαμιώτης της Tanweer, με τον οποίο συνταξίδεψα από την Αθήνα προς τη Θεσσαλονίκη. «Ναι, ήταν δύσκολο εγχείρημα από πολλές απόψεις», είπε ο σκηνοθέτης. «Κατ’ αρχάς, επειδή “Ο νόμος του Μέρφυ” είναι μια ταινία που ως ιστορία βρίσκεται διαρκώς στην κόψη του ξυραφιού. Κατά δεύτερον, η κατασκευή της ήταν πάρα πολύ δύσκολη». Με βουλιμία να μοιραστεί την εμπειρία του, ο Φραντζής αφηγείται όλα τα στάδια κατασκευής της ταινίας. Αναφέρεται στα σαράντα, μεγάλης διάρκειας μονοπλάνα της ταινίας, τα οποία αποτελούν τις ονειρικές στιγμές της Μαρίας Αλίκης. «Ολο αυτό το πράγμα με τα μονοπλάνα χρειάστηκε πάρα πολλή προετοιμασία, έτσι ώστε τα πλάνα να είναι σχεδόν αόρατα, να μην τα προσέχει ο θεατής. Αυτό ήθελα». Το στοίχημα του Φραντζή ήταν να αποφύγει την επίδειξη δεξιοτεχνίας, που θα ήταν «σαν να λέω στον άλλο “κοίτα να δεις τι θα σου κάνω τώρα, ένα φοβερό μονοπλάνο”. Τα μονοπλάνα έχουν μια λειτουργικότητα μέσα στην ταινία γιατί δίνουν μια κομψή ροή σε όλο αυτό το παράξενο πράγμα και ενοποιούν όλους αυτούς τους κόσμους που ζει η Μαρία Αλίκη». Διαρκείς συζητήσεις με το συνεργείο, με τους ηθοποιούς, με τον διευθυντή φωτογραφίας, με όλους τους συνεργάτες του για την οργανική διεργασία μεταξύ της κάμερας και όλων όσα θα κατέγραφε. Και όλα αυτά, πριν από το γύρισμα.

Επιρροή από Φελίνι

Μιλήσαμε για λίγο για τις επιρροές του Φραντζή στη συγκεκριμένη ταινία. Ο Φεντερίκο Φελίνι είναι εμφανώς παρών και ο Φραντζής το παραδέχεται μιλώντας για τις «Νύχτες της Καμπίρια». Οταν ανέφερα μια άλλη ταινία του ιταλού σκηνοθέτη, την «Ιουλιέτα των πνευμάτων», ο Φραντζής είπε ότι η Τζουλιέτα Μασίνα, η πρωταγωνίστριά της, «ήταν μία από τις αναφορές της Κάτιας Γκουλιώνη, τη μελέτησε πολύ». Πέρα όμως από την πρόκληση της ταινίας ως κατασκευής, η επιθυμία του Φραντζή να γυρίσει τον «Νόμο του Μέρφυ» έχει «βαθιά μέσα του τις ρίζες της», όπως μου είχε ήδη αναφέρει ο Διονύσης Σαμιώτης. Ρώτησα γι’ αυτό το θέμα τον σκηνοθέτη. «Αλήθεια είναι, ξεκινάει από πολύ βαθιά μέσα μου, πράγματα που θεωρώ πολύ πολύτιμα – τουλάχιστον σε αυτό το διάστημα της ζωής μου. Το ζήτημα του θανάτου, της ζωής, του μεταιχμίου – όλα αυτά για τα οποία μιλάει η ταινία με έναν τρόπο ελαφρύ, γιατί αυτός ήταν και ο στόχος, να μιλήσεις με έναν ελαφρύ τρόπο για πράγματα που είναι πολύ βαθιά και σοβαρά και διαχρονικά. Ολα αυτά που έχουν να κάνουν με το τραύμα του καθενός, με την προσπάθειά μας να αλλάξουμε, να ξεπεράσουμε πράγματα μέσα μας, να δούμε ποιοι είμαστε. Σημαίνει αλήθεια κάτι το ποιοι είμαστε; Τι είναι το “ποιος είμαι”; Ο πραγματικός εαυτός μας υπάρχει όντως; Ή μήπως δεν υπάρχει; Μέσα μας όλοι είμαστε ρόλοι, διαφορετικοί που αλλάζουν συνέχεια…».

Ολα αυτά βέβαια υπήρξαν η αρχική σκέψη για την ταινία, ο «σπινθήρας»· δεν θα τα βρούμε έτσι όπως ο Φραντζής τα περιγράφει, παρότι «Ο νόμος του Μέρφυ» όντως αρχίζει θέτοντας με σαφήνεια υπαρξιακά ερωτήματα. «Συνήθως ξεκινάς από κάτι εντελώς διαφορετικό από το σημείο όπου τελικά φτάνεις», είπε. «Σε αυτή την περίπτωση ο σπινθήρας ήταν ένα κείμενο του Καρλ Γιουνγκ πάνω στο Bardo, τη θιβετιανή αντίληψη για τον θάνατο και τους νεκρούς, ένα κείμενο που κατά τον θιβετιανό βουδισμό μιλά για το μεταίχμιο ανάμεσα σε μια ζωή και μια άλλη. Το μεταίχμιο όπου η ψυχή έχει πεθάνει και ετοιμάζεται να μετενσαρκωθεί σε μια άλλη ζωή. Βλέπει όλες τις αντανακλάσεις της ζωής της και ουσιαστικά σου λέει ότι όλη η πραγματικότητα είναι μια προβολή της δικής σου συνειδητότητας. Αλλά αυτό, σύμφωνα με τη συγκεκριμένη φιλοσοφία, εμείς οι άνθρωποι το μεταφέρουμε και στην ίδια την πραγματικότητά μας, ότι δηλαδή και η πραγματικότητα είναι μια σειρά από προβολές της δικής μας συνείδησης. Επομένως, δεν υπάρχει ουσιαστικά πραγματικότητα. Ε, αυτό εμένα με ενδιαφέρει πολύ, με ενδιέφερε από την εποχή του “Ονείρου του σκύλου” όπως και παλαιότερων ταινιών μου».

Σε αυτό το σημείο ο Φραντζής αναφέρεται στο πόσο μεγάλο σχολείο ήταν για εκείνον ο Θόδωρος Αγγελόπουλος, με τον οποίο είχε συνεργαστεί ως βοηθός. «Είχα και μια προσωπική σχέση μαζί του γιατί οι γονείς μου τον γνώριζαν σχεδόν από παιδιά. Να φανταστείς έχω από τον πατέρα μου Super 8 από τα γυρίσματα του “Θιάσου”. Πηγαίναμε σαν εκδρομή και ακολουθούσαμε τα γυρίσματα. Ημουν τριών χρονών (ο Φραντζής είναι γεννημένος το 1970)». Η οικογένειά του είχε επίσης φιλικές σχέσεις με τους κριτικούς κινηματογράφου (συνεργάτες των «ΝΕΩΝ») Μαρία Παπαδοπούλου και Κώστα Σταματίου. «Η Μαρία ήταν ο πρώτος άνθρωπος που με πήγε σινεμά. Είχε να το λέει ότι η πρώτη ταινία που με πήγε ήταν “Ο στρατηγός” του Μπάστερ Κίτον, ανάμνηση την οποία δεν έχω ο ίδιος γιατί ήμουν πολύ μικρός αλλά που ξέρω μέσω της Μαρίας. Καθόμουν στα πόδια της και τη ρωτούσα συνέχεια τι λέει. Κι εκείνη μου εξηγούσε λέγοντάς μου ιστορίες».

Δίπλα στον Αγγελόπουλο

Χρόνια αργότερα, όταν ο ίδιος ο Φραντζής θέλησε να κάνει σινεμά, ξαναβρήκε τον Αγγελόπουλο. Μίλησαν. Ο Φραντζής κατάλαβε πολλά. «Και όταν επέστρεψα πίσω από τις σπουδές μου στις Βρυξέλλες δουλέψαμε στο “Βλέμμα του Οδυσσέα” που βέβαια ήταν μια φοβερή εμπειρία στα Βαλκάνια, μέσα στους πολέμους. Το μάθημα από τον Θόδωρο, το πιο ουσιαστικό, ήταν η επιμονή του όταν δεν έβρισκε κάτι. Αυτό πάντα με συγκλόνιζε. Γύριζε ένα πλάνο χωρίς ακόμα να έχει βρει την καρδιά του. Κάτι δεν του πήγαινε. Ε, μέχρι να τη βρει, θα το έψαχνε. Ξανά, και ξανά, και ξανά».

Στον «Νόμο του Μέρφυ» βασικό ρόλο έχει επίσης ένας σκύλος· θα μπορούσες να πεις ότι αυτός ο σκύλος είναι το βαρόμετρο της ιστορίας. Η σχέση του με τη Μαρία Αλίκη είναι πολύ τρυφερή και το ανέφερα στον Φραντζή ανακαλύπτοντας ότι είναι εξαιρετικά φιλόζωος, αν και «άνθρωπος της γάτας», όπως είμαι και εγώ. Ενθουσιάστηκα ακούγοντας ότι έχει (ή τον έχουν) δύο γάτες, όπως συμβαίνει και με μένα. «Ο σκύλος παίζει βασικό ρόλο στην ταινία γιατί με έναν τρόπο η αγάπη μας για ένα ζώο, για ένα πλάσμα τόσο έξω από μας, μια ετερότητα που δεν είναι άνθρωπος, βγάζει τελικά την καλύτερη πλευρά του εαυτού μας – μιλάω για τις καλές περιπτώσεις, όχι για τα καθάρματα. Βλέπεις ότι την άδολη αγάπη που έχουμε, μόνον ένα ζώο μπορεί να τη βγάλει από μέσα μας. Το ζώο βγάζει πραγματικά την καλύτερη πλευρά του εαυτού μας. Γίνεσαι της προσφοράς, της προστασίας, δίνεις πράγματα χωρίς να περιμένεις κάτι. Και η ανταπόδοση είναι μια τεράστια αγάπη, είτε είναι σκύλος είτε είναι γάτα…». Ο Φραντζής προς στιγμήν κομπιάζει. «Το σκέφτομαι τώρα…», λέει. «Για να καταλάβεις, είχαμε κάποτε με την Κάτια έναν γάτο, τον Μπούξι, που όταν πέθανε, το πένθος που νιώσαμε, εγώ τουλάχιστον δεν το έχω νιώσει με ανθρώπους. Ο σκύλος στην ταινία είναι εκεί για να μας θυμίζει ότι στη ζωή δεν υπάρχει πιο σημαντικό πράγμα από τη δέσμευσή μας στην αγάπη. Οποιας μορφής αγάπη – αλλά αυτό είναι. Το να μπορούμε να δεσμευτούμε στην αγάπη. Αυτό το πλάσμα σ’ το βγάζει».