Βάσις, φρουρά, εξηκονταρχία Πρεβέζης, που έγραψε κι ο Κώστας Καρυωτάκης, όπου θάνατος είναι οι κάργες που χτυπιούνται στους μαύρους τοίχους και τα κεραμίδια.
Στα κεραμίδια όπου εδώ και καιρό είχε ανέβει ο Αντώνης Σαμαράς κάνοντας την εξηκονταρχία Μεσσηνίας το κάστρο του.
Πίστευε ότι θα μπορούσε να εκτοξεύει υγρό πυρ δίχως την παραμικρή συνέπεια, θεωρώντας ότι δεν μπορούσε να τον αγγίξει κανείς.
Το ίδιο πίστευε και τριάντα ένα χρόνια πριν, το 1993, τότε που και πάλι εξεπέλυε οβίδες για το μακεδονικό ζήτημα, διαφωνώντας τόσο με τον Πρόεδρο Δημοκρατίας Κωνσταντίνο Καραμανλή όσο και με τον πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Μητσοτάκη.
Προκάλεσε ευθέως την αποπομπή του και το πέτυχε! Πόνταρε στην Πολιτική Ανοιξη.
Και τρεις μήνες μετά την ίδρυσή της, με δική του προτροπή, αποστασιοποιήθηκαν δύο βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας, ο Στέφανος Στεφανόπουλος από την Ηλεία και ο Γιώργος Συμπιλίδης από το Κιλκίς, ώστε να απολέσει η κυβέρνηση τη δεδηλωμένη. Κι όχι μόνο έπεσε η κυβέρνηση – με το ΠΑΣΟΚ να παίρνει 47% στις εκλογές της 10ης Οκτωβρίου 1993 – αλλά δεν ξανασήκωσε κεφάλι για πολλά χρόνια.
Το αγαπημένο – μέχρι να… απασφαλίσει – παιδί του Κωσταντίνου Μητσοτάκη επέλεξε τη δική του ρότα στηριγμένη σε «πατριωτική ρητορική», με τη χώρα εκείνη την περίοδο να νιώθει στο πετσί της έναν αλληλοσπαραγμό.
Κι επειδή σε αυτή τη χώρα εκατομμύρια είναι αυτοί που πίνουν το νερό της λησμονιάς, όλα διαγράφηκαν μονοκοντυλιά και ο Αντώνης Σαμαράς επέστρεψε στη Νέα Δημοκρατία και μάλιστα το 2004 εξελέγη ευρωβουλευτής και στη συνέχεια βουλευτής Μεσσηνίας.
Στόχος ήταν η αρχηγία του κόμματος, το οποίο ο ίδιος είχε εμβολίσει. Και το πέτυχε, όπως πέτυχε και τον κυριότερο στόχο του. Να γίνει πρωθυπουργός σε μια πολύ ταραγμένη περίοδο. Ο πρωθυπουργός που έριξε μαύρο στην ΕΡΤ απολύοντας 2.700 υπαλλήλους τη μαύρη νύχτα της 11ης Ιουνίου 2013. Κι όπως είπε χαρακτηριστικά, «χωρίς να σπάσεις αβγά, δεν φτιάχνεις ομελέτα»!
Ο χρόνος έτρεξε, οι απόψεις του έμειναν ίδιες. Και μετά τη νέα αποπομπή του, την οποία προκάλεσε κατ’ επανάληψη, επανήλθε από τις Ηνωμένες Πολιτείες πλέον.
«Προφανώς η διαγραφή μου ήταν προαποφασισμένη».
Ετσι απλά!
Δηλαδή ο ίδιος την περίοδο της πρωθυπουργίας του ανεχόταν να του επιτίθενται βουλευτές του, να τον βγάζουν στη σέντρα, να τον αμφισβητούν ευθέως;
Ας το δούμε κι αλλιώς. Τι είναι – έστω απλουστευμένα – ο αρχηγός ενός κόμματος; Είναι ο προπονητής, ο σκηνοθέτης, ο μαέστρος.
Αν ένας ηθοποιός λέει (και ξαναλέει!) ότι ο σκηνοθέτης είναι άσχετος και κάνει τραγικά λάθη, έχει άραγε θέση στον θίασο; Και πώς άραγε μπορεί να σταθεί σε μια παράσταση που αμφισβητεί; Αν ένας ποδοσφαιριστής υποστηρίζει δημόσια ότι ο προπονητής του είναι… μυρωδιάς και με το σύστημά του οδηγεί την ομάδα στην ήττα και στα βράχια, μένει στη θέση του; Αν υποδεικνύει και ποιοι να παίζουν; (Η πρόταση για πρόεδρο Δημοκρατίας Καραμανλή.) Κι αν ο πιανίστας ακολουθεί τους δικούς του ρυθμούς και όχι του μαέστρου, τινάζει την ορχήστρα στον αέρα! Και δεν το τόλμησαν τεράστιοι στο είδος τους.
Ζητούνται ειλικρινείς και ξεκάθαρες απαντήσεις, δίχως «ναι μεν αλλά», δίχως αστερίσκους και υστερόβουλες θέσεις.
Τι όχι; Οπότε τα περί προαποφασισμένης διαγραφής ακούγονται ως προφάσεις εν αμαρτίαις.
Καρυωτάκης: «Αν τουλάχιστον μέσα στους ανθρώπους ένας πέθαινε από αηδία… Σιωπηλοί, θλιμμένοι, με σεμνούς τρόπους, θα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία».