Σπανίως τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι ηλικιωμένοι φτάνουν στη δημοσιότητα. Είναι σαν να αποτελούν μια αθέατη πλευρά της ζωής μας.
Ωστόσο δεν παύουν να είναι ένα σημαντικό μέρος του πληθυσμού, με ένα μεγάλο μέρος τους να μην μπορούν να αυτοεξυπηρετηθούν, αλλά να χρειάζονται τη συνδρομή κάποιου φροντιστή.
Σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το 22,9% του ελληνικού πληθυσμού είναι άνω των 65 ετών, με το ποσοστό αυτό να αποτελεί το δεύτερο υψηλότερο μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ (πίσω μόνο από την Ιαπωνία) και να αντιστοιχεί σε περίπου 2,4 εκατομμύρια πολίτες.
Εξ αυτών, σύμφωνα με την ευρωπαϊκή βάση δεδομένων SHARE, εκτιμάται ότι το 20% έχει τουλάχιστον μια σοβαρή δυσκολία στην εκτέλεση καθημερινών πράξεων (π.χ. να φάει ή να πλυθεί χωρίς βοήθεια), ενώ το 10% εκτιμάται ότι έχει τουλάχιστον δύο τέτοιες δυσκολίες και επομένως χρήζει συστηματικής φροντίδας.
Δηλαδή, περίπου 240.000 συμπολίτες μας έχουν ανάγκη από βοήθεια για να επιβιώνουν αξιοπρεπώς.
Ωστόσο το 35% εξ αυτών, δηλαδή περίπου 83.500 άτομα, δεν λαμβάνει καμία φροντίδα.
Το υπόλοιπο 65% λαμβάνει κάποιας μορφής φροντίδα, συνήθως μερική, είτε από μέλη της οικογένειάς του, είτε από ειδικό φροντιστή, είτε από κάποιον κοινοτικό φορέα, είτε ζει σε κάποια κλειστή μονάδα φροντίδας ηλικιωμένων.
Το πρόβλημα της ελλιπούς φροντίδας των ηλικιωμένων θα γίνεται πιο έντονο όσο οι δημογραφικές τάσεις θα αυξάνουν τον αριθμό τους.
Εκτιμάται ότι το 2050 οι Ελληνες άνω των 65 ετών θα φτάσουν τα 3,15 εκατομμύρια.
Εάν υποθέσουμε ότι το ίδιο ποσοστό ανθρώπων θα χρειάζεται βοήθεια, τότε περίπου 315.000 άτομα θα έχουν ανάγκη από συστηματική φροντίδα. Αν το 35% αυτών δεν λαμβάνει καμία φροντίδα, τότε οι παραμελημένοι ηλικιωμένοι θα ανέρχονται σε περίπου 110.000 το 2050.
«Η Ελλάδα δεν έχει ένα ολοκληρωμένο σύστημα μακροχρόνιας φροντίδας ηλικιωμένων, αλλά μονάχα αποσπασματικές υπηρεσίες ή παρεμβάσεις.
Δεν υπάρχουν επίσημα στοιχεία (καταγραφής αναγκών, καταγραφής υπηρεσιών), κάτι που καθιστά κάθε προσπάθεια δημιουργίας ενός συστήματος εξ ορισμού προβληματική» υπογραμμίζει στα «ΝΕΑ» η Μαρία Καραγιαννίδου, επιστημονική συνεργάτιδα του «ΔΙΚΤΥΟΥ», ερευνήτρια στο τμήμα Πολιτικών Υγείας και διδάσκουσα στο τμήμα Κοινωνικής Πολιτικής της London School of Economics (LSE), με ειδίκευση στις πολιτικές μακροχρόνιας φροντίδας.
Τρεις μορφές αρωγής
Εκτιμάται ότι περίπου 45%-50% των ανθρώπων που χρήζουν φροντίδας, δηλαδή περίπου 110.000-120.000 άτομα, τη λαμβάνουν – συνήθως ατύπως – κατ’ οίκον από μέλη της οικογένειάς τους ή από αμειβόμενο φροντιστή.
«Ενα μεγάλο μέρος είναι άτυποι φροντιστές από το οικογενειακό περιβάλλον του ηλικιωμένου (π.χ. μια γυναίκα που φροντίζει τη μητέρα της) ή μετανάστες εργαζόμενοι, συνήθως γυναίκες» αναφέρει ο Πρόδρομος Πύρρος, γενικός γραμματέας Κοινωνικής Αλληλεγγύης και Καταπολέμησης της Φτώχειας που υπάγεται στο υπουργείο Κοινωνικής Συνοχής και Οικογένειας.
Ενα ποσοστό κοντά στο 15% των ηλικιωμένων που χρειάζονται φροντίδα, οι οποίοι υπολογίζονται σε περίπου 35.000 άτομα, κάνει χρήση των δημόσιων υπηρεσιών κοινοτικής μακροχρόνιας φροντίδας, δηλαδή του προγράμματος Βοήθεια στο Σπίτι (ΒΣΣ) που παρέχεται από τους δήμους με χρηματοδότηση από το υπουργείο Εσωτερικών, καθώς και των Κέντρων Ημερήσιας Φροντίδας Ηλικιωμένων (ΚΗΦΗ).
Το πρόγραμμα Βοήθεια στο Σπίτι ξεκίνησε το 1997 και αποτελεί τη βασική δράση του Δημοσίου για τη φροντίδα των ηλικιωμένων, ενώ το δίκτυό του περιλαμβάνει περίπου 2.900 εργαζομένους (πιστοποιημένους φροντιστές) σε 281 δήμους.
Το ΒΣΣ παρέχει υπηρεσίες φροντίδας και σε άτομα που δεν έχουν ανάγκη εντατικής βοήθειας, πραγματοποιώντας μερικές επισκέψεις την εβδομάδα, ανάλογα με την περίπτωση.
Σύμφωνα με μελέτη της LSE, μόλις το 9% των ηλικιωμένων που χρειάζονται εντατική φροντίδα έχουν πρόσβαση στο πρόγραμμα.
Τα ΚΗΦΗ είναι ανοιχτά κέντρα υπό την εποπτεία δημοτικών αρχών, όπου ηλικιωμένοι περνούν κάποιες ώρες της ημέρας και λαμβάνουν ήπια φροντίδα (π.χ. φαρμακευτική περίθαλψη, εποπτεία κ.λπ.). Ο αριθμός τους υπολογίζεται σε μόλις 74 σε όλη την Ελλάδα. Επιπλέον, υπάρχουν περίπου 600 Κέντρα Ανοιχτής Προστασίας Ηλικιωμένων (ΚΑΠΗ) σε όλη τη χώρα.
Τέλος, στην Ελλάδα υπάρχουν περίπου 290 μονάδες φροντίδας ηλικιωμένων (ΜΦΗ) και οίκοι ευγηρίας, όπου διαβιούν 14.832 άτομα σύμφωνα με τη χαρτογράφηση της Γενικής Γραμματείας Κοινωνικής Αλληλεγγύης και Καταπολέμησης της Φτώχειας.
«Περίπου οι μισές εξ αυτών είναι μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, που στην πλειονότητά τους ανήκουν στην Εκκλησία και τους Δήμους, ενώ οι άλλες μισές είναι κερδοσκοπικού χαρακτήρα. Συνολικά, οι κλίνες στις ΜΦΗ της χώρας υπολογίζονται μεταξύ 22.000 και 25.000, όμως αρκετές εξ αυτών είναι άδειες» εξηγεί στα «ΝΕΑ» ο Στέλιος Προσαλίκας, πρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Μονάδων Φροντίδας Ηλικιωμένων (ΠΕΜΦΗ).
Σε αυτούς προστίθενται ακόμα 665 ηλικιωμένοι που ζουν σε Θεραπευτήρια Χρόνιων Παθήσεων, με το σύνολό τους να ανέρχεται σε σχεδόν 15.500 άτομα.
Σύμφωνα με στοιχεία του ΟΟΣΑ από το 2020, η Ελλάδα έχει τη μικρότερη διαθεσιμότητα σε κρεβάτια φροντίδας ηλικιωμένων με μόλις 1,8 κρεβάτια ανά 1.000 πολίτες 65 ετών και άνω. «Λόγω της κουλτούρας οικογενειακής αλληλοϋποστήριξης, στην Ελλάδα δεν έχουμε μεγάλο αριθμό ηλικιωμένων ατόμων σε ιδρυματικού χαρακτήρα δομές» εξηγεί ο Πρόδρομος Πύρρος.
Προτεραιότητα στην κοινότητα
Τόσο στην Ελλάδα όσο και διεθνώς, η τάση είναι να δοθεί προτεραιότητα στην κοινοτική φροντίδα, όπως αυτή παρέχεται από υπηρεσίες όπως το ΒΣΣ.
«Σε γενικές γραμμές, η τάση στη φροντίδα των ηλικιωμένων στην Ευρώπη, Καναδά, Αυστραλία, Αμερική είναι η ενίσχυση των υπηρεσιών φροντίδας στην κοινότητα και η μεγιστοποίηση του χρόνου παραμονής των ανθρώπων μεγαλύτερης ηλικίας στο σπίτι» λέει η Μαρία Καραγιαννίδου.
Έτσι, στη Γερμανία δίνεται ένα επίδομα περίπου 1.200 ευρώ το μήνα στον άτυπο φροντιστή του οικογενειακού περιβάλλοντος, εφόσον πληρούνται κάποια κριτήρια. Αντίστοιχη στήριξη, με μεγαλύτερους περιορισμούς, προβλέπεται και στην Αγγλία.
«Σε κάθε περίπτωση η συγκράτηση των δαπανών και η διατήρηση της ποιότητας των υπηρεσιών είναι ο βασικός στόχος. Ακόμη και στις Σκανδιναβικές χώρες αλλάζει σταδιακά το μοντέλο φροντίδας.