Ο ειδικός εισαγγελέας των Ηνωμένων Πολιτειών ζήτησε να παύσει η ομοσπονδιακή υπόθεση που κατηγορεί τον Ντόναλντ Τραμπ ότι επιδίωξε να ανατρέψει τα αποτελέσματα των εκλογών του 2020.
Η ποινική δίωξη του Σμιθ κατά του Τραμπ τα τελευταία δύο χρόνια για την προσπάθεια υπονόμευσης των προεδρικών εκλογών και τον κακό χειρισμό απόρρητων εγγράφων από τον ίδιο, αποτέλεσε ένα εξαιρετικά μοναδικό κεφάλαιο στην αμερικανική ιστορία:
Ποτέ στο παρελθόν ένας πρώην «ένοικος» του Λευκού Οίκου δεν αντιμετώπισε ομοσπονδιακές ποινικές κατηγορίες.
Η πολιτική του υπουργείου Δικαιοσύνης
Σε μια δικαστική κατάθεση τη Δευτέρα 25 Νοεμβρίου, οι Αμερικανοί εισαγγελείς επικαλέστηκαν την επιστροφή του Τραμπ στον Λευκό Οίκο τον Ιανουάριο και τη μακροχρόνια πολιτική του υπουργείου Δικαιοσύνης να μην διώκει εν ενεργεία προέδρους.
«Εδώ και καιρό είναι η θέση του Υπουργείου Δικαιοσύνης ότι το Σύνταγμα των Ηνωμένων Πολιτειών απαγορεύει την ομοσπονδιακή απαγγελία κατηγοριών και την επακόλουθη ποινική δίωξη ενός εν ενεργεία Προέδρου», αναφέρεται στην κατάθεση.
Είπε ότι το υπουργείο Δικαιοσύνης είχε αιτιολογήσει ότι η «δίωξη του Τραμπ πρέπει να παύσει» πριν από την ορκωμοσία του στις 20 Ιανουαρίου.
«Η απαγόρευση αυτή είναι κατηγορηματική και δεν εξαρτάται από τη σοβαρότητα των εγκλημάτων», έγραψαν οι εισαγγελείς.
Η πολιτική του υπουργείου Δικαιοσύνης που επικαλέστηκαν οι εισαγγελείς χρονολογείται από τη δεκαετία του 1970.
Θεωρεί ότι η ποινική δίωξη ενός εν ενεργεία προέδρου θα παραβίαζε το αμερικανικό Σύνταγμα υπονομεύοντας την ικανότητα του επικεφαλής της εκτελεστικής εξουσίας της χώρας να λειτουργεί.
«Ωστόσο, η θέση της κυβέρνησης σχετικά με την ουσία της δίωξης του κατηγορουμένου δεν έχει αλλάξει», ανέφερε ο Σμιθ στην κατάθεση.
Τώρα, η περιφερειακή δικαστής των ΗΠΑ Τάνια Τσούτκαν, η οποία επιβλέπει την υπόθεση, πρέπει να αποφασίσει αν θα εγκρίνει το αίτημα των εισαγγελέων.
Τα εγκλήματα του Τραμπ
Η κίνηση αυτή αποτελεί μια αξιοσημείωτη στροφή του ειδικού εισαγγελέα, ο οποίος πέτυχε την απαγγελία κατηγοριών σε βάρος του Τραμπ στις δύο υποθέσεις που τον κατηγορούσαν για εγκλήματα που απειλούσαν την ακεραιότητα των αμερικανικών εκλογών και την εθνική ασφάλεια.
Στην υπόθεση της παρέμβασης στις εκλογές, ο Τραμπ, κατηγορείται ότι συνωμότησε για να ανατρέψει τα αποτελέσματα των προεδρικών εκλογών του 2020, τις οποίες έχασε από τον Δημοκρατικό πρόεδρο Τζο Μπάιντεν.
Οι προσπάθειες αυτές κορυφώθηκαν στις 6 Ιανουαρίου 2021 με την έφοδο στο κτίριο του Καπιτωλίου των ΗΠΑ στην Ουάσινγκτον από ένα πλήθος υποστηρικτών του Τραμπ που προσπαθούσε να εμποδίσει το Κογκρέσο να επικυρώσει τη νίκη του Μπάιντεν.
Η υπόθεση αυτή θεωρήθηκε κάποτε ως μία από τις σοβαρότερες νομικές απειλές κατά του Τραμπ κατά την διάρκεια της εκστρατείας του 2024.
Ο Τραμπ, ο οποίος νίκησε την αντιπρόεδρο των Δημοκρατικών Καμάλα Χάρις στις εκλογές της 5ης Νοεμβρίου, είχε υποστηρίξει ότι ήταν θύμα «πολιτικής καταδίωξης» και δήλωσε αθώος σε τέσσερις ομοσπονδιακές κατηγορίες για την υπόθεση.