Πότε ένα έργο θεωρείται κλασικό; Οταν είναι διαχρονικό, ξεπερνάει την εποχή του και μπορεί να συγκινήσει τους θεατές δεκαετίες, αιώνες ή ακόμη και χιλιετίες μετά τη συγγραφή του. Οταν «αντέχει» έστω και αν απογυμνωθεί από τα στοιχεία εκείνα (σκηνογραφικά, ενδυματολογικά και άλλα) που το συνδέουν με συγκεκριμένη εποχή. Για παράδειγμα, το 1996, ο Μπαζ Λούρμαν μετέφερε το «Ρωμαίος και Ιουλιέτα» στη μεγάλη οθόνη, τοποθετώντας το στη σύγχρονη εποχή, τονίζοντας μάλιστα την ποπ αισθητική, αλλά διατηρώντας ακέραιο τον σαιξπηρικό λόγο. Και ήταν η πρώτη φορά που συνειδητοποίησα την ουσία του έργου, πέρα από την προφανή ερωτική ιστορία.

Ο Αντον Τσέχοφ έγραψε, το 1903, το τελευταίο του έργο, τον «Βυσσινόκηπο» θέλοντας να περιγράψει έναν κόσμο που χάνεται, που αποψιλώνεται όπως το κτήμα με τις βυσσινιές το οποίο οι αριστοκράτες ιδιοκτήτες δεν μπορούν πλέον να συντηρήσουν. Και οι τσεκουριές μοιάζουν σαν τύμπανα που υπογραμμίζουν το μαρς της αποχώρησης.

Θα μπορούσε αυτό να παραπέμπει στο τέλος του κόμματος που ξέραμε ως ΣΥΡΙΖΑ, έτσι όπως καταγράφτηκε μετά τη διάσπαση, την πτώση από τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης και τις εσωκομματικές εκλογές με την αναμενόμενη μεν αλλά πολύ χαμηλή συμμετοχή; Δεν είμαι τόσο σίγουρη. Οι ήρωες στον «Βυσσινόκηπο», από τον άξεστο Λοπάχιν έως την αμέριμνη Λιούμπα Αντρέγεβνα που αρνείται να δει την πραγματικότητα και διοργανώνει γιορτή την ημέρα που βγαίνει το κτήμα σε πλειστηριασμό έχουν κάτι από τον ηρωισμό της απελπισίας (ο ένας για το παρελθόν του η άλλη για το μέλλον της). Ενώ στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ, η απελπισία δεν έχει κανέναν ηρωισμό. Προσπαθεί να κρυφτεί πίσω από χαμόγελα, νικητήριες εξαγγελίες, υποσχέσεις για το μέλλον, με δυο λόγια σαν να έχει λαμπαδιάσει το σπίτι μας και εμείς να αναρωτιόμαστε γιατί κάνει τόση ζέστη.

Ο τρόπος που εξελίχθηκε η κατάσταση στον πάλαι ποτέ κραταιό ΣΥΡΙΖΑ μού θυμίζει περισσότερο το «Τέλος του παιχνιδιού» του Σάμιουελ Μπέκετ. Μάλιστα ο αγγλικός τίτλος του που είναι «The end game», δηλαδή «Το παιχνίδι του τέλους», θεωρώ ότι περιγράφει ακόμη καλύτερα την κατάσταση. Ενας τέλος που δεν συντελείται στην ανοιχτοσιά ενός βυσσινόκηπου αλλά στη μιζέρια ενός κλειστού δωματίου, εκεί όπου ζει ο Χαμ, αποκλεισμένος από τον κόσμο που πιστεύει ότι έχει καταρρεύσει, μαζί με τον υπηρέτη του τον Κλοβ. Δύο άνθρωποι απόλυτα εξαρτημένοι ο ένας από τον άλλον που επιδίδονται σε ένα «παιχνίδι» αλληλοσπαραγμού. Ο ένας μισεί τον άλλον αλλά δεν μπορεί και να ζήσει χωρίς την παρουσία του.

Οπως και τους ήρωες του Μπέκετ, έτσι και τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ τους ενώνει η μοναξιά. Στην περίπτωση της Κουμουνδούρου η μοναξιά της εκλογικής κατάρρευσης. Οπως ο Χαμ, έτσι και αυτοί μιλούν και συμπεριφέρονται σαν να απολαμβάνουν ακόμη την ισχύ και την εξουσία τους. Σαν μια παράταση του αναπόφευκτου τέλους που ξέρουν ότι έχει ήδη φτάσει. Αλλά αρνούνται να το δουν κατάματα διότι ξέρουν ότι, μόλις το αντικρίσουν, θα του παραδοθούν.

Στον σκουπιδοτενεκέ

Ποιοι είναι ο Χαμ και ο Κλοβ του ΣΥΡΙΖΑ; Στον ρόλο του πρώτου έχουμε δει τουλάχιστον τρεις. Από τον Τσίπρα στον Κασσελάκη και από τον Κασσελάκη τώρα στον Φάμελλο, αν και ο ρόλος πάει ταμάμ και στον Πολάκη. Για τον ρόλο του Κλοβ όμως έχουμε νικητή. Τον Νίκο Παππά, πάντα «υπηρέτης» του εκάστοτε Χαμ. Ενας υπηρέτης που κρατά τα προσχήματα για να κινεί τα νήματα.

Στο έργο του Μπέκετ ωστόσο υπάρχουν δύο ακόμη πρόσωπα. Ο Ναγκ και η Νελ, οι γονείς του Χαμ που ο ίδιος τους έχει πετάξει στα σκουπίδια. Κυριολεκτικά αφού «ζουν» ξεχασμένοι μέσα σε δύο σκουπιδοτενεκέδες. Οπως εκείνο το περίφημο «ηθικό πλεονέκτημα» μίας Αριστεράς που δεν υπήρξε ποτέ. Ο Χαμ ζητάει από τον Κλοβ να δει αν ζουν οι γονείς του. Και εκείνος απαντά: «Κλαίνε, άρα ζουν». Διότι τελικά, ό,τι απέμεινε από τον ΣΥΡΙΖΑ είναι ο λυγμός μιας εποχής. Αλλά αυτό είναι του Ελιοτ…