Στην ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με τις οκτώ χώρες τα προγράμματα των οποίων ευθυγραμμίζονται πλήρως με τις συστάσεις της για τα ανώτατα όρια δαπανών για το 2025, δηλαδή με το νέο δημοσιονομικό πλαίσιο, η Ελλάδα καταλαμβάνει περίοπτη θέση. Πριν από μερικά χρόνια θα φαινόταν ανέκδοτο η Ελλάδα να αποτελεί παράδειγμα πειθαρχίας και η Γερμανία, μαζί με τη Φινλανδία, την Εσθονία και την Ιρλανδία, να θεωρείται πιθανό να υπερβούν τα ανώτατα όρια. Πολύ περισσότερο που η «σκληρή» και άτεγκτη Ολλανδία αποτελεί μια κατηγορία από μόνη της, της πιο απείθαρχης και βέβαιης αν δεν αλλάξει κάτι ότι θα υπερβεί το δικό της «ταβάνι» δαπανών. Σε μια άλλη λίστα με οκτώ χώρες περιλαμβάνονται εκείνες που το έλλειμμά τους ξεπερνάει το 3% του ΑΕΠ και δύσκολα μαζεύεται χωρίς μέτρα. Εκεί βρίσκει κανείς χώρες όπως η Γαλλία, η Ιταλία και το Βέλγιο, για τις οποίες τονίζεται ρητά η εθνική ανάληψη ευθύνης, δηλαδή η νομοθέτηση νέων φόρων, προκειμένου να συμμαζέψουν τα οικονομικά τους.
Αν ανατρέξει κανείς στην ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, δεν θα βρει ούτε υπονοούμενο για τα δημοσιονομικά της ελληνικής οικονομίας, γεγονός από μόνο του σημαντικό. Το ταμείο, με λίγα λόγια, είναι ασφαλές. Αυτή όμως είναι η μια Ελλάδα. Υπάρχει και μια άλλη που πασχίζει να εφαρμόσει τις αλλαγές που χρειάζεται η οικονομία και δυσκολεύεται. Που αντιμετωπίζει προβλήματα με χαρακτηριστικά «γεφυριού της Αρτας», όπως η εκκαθάριση των ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου προς τους ιδιώτες, όπου συνεχώς γίνονται προσπάθειες μείωσης και αυτές αυξάνονται. Τα τελευταία στοιχεία δείχνουν ότι ανέβηκαν στα 2,8 δισ. ευρώ, όταν από το μακρινό 2014 υπήρχε η δέσμευση μηδενισμού τους. Νοσοκομεία και δήμοι χρωστούν σε προμηθευτές, ασφαλιστικά ταμεία σε συνταξιούχους.
Στο ίδιο μήκος κύματος και η διαχείριση του ιδιωτικού χρέους. Τα κόκκινα δάνεια των τραπεζών μειώνονται στο 3%, αλλά η εξωδικαστική διευθέτηση των οφειλών σέρνεται. Δεν ξέρω πόσα χρόνια ακούμε για τον φορέα απόκτησης και επαναμίσθωσης ακινήτων, χωρίς αποτέλεσμα μέχρι σήμερα, ή για τους πλειστηριασμούς που παραμένουν εγκλωβισμένοι σε δικαστικές εμπλοκές και τους πολίτες που διεκδικούν τον απεγκλωβισμό τους από τη στάμπα της προσωπικής πτώχευσης. Σε όλα αυτά προστίθενται και καθυστερήσεις στις αλλαγές στην εργατική νομοθεσία, απαραίτητες για να δούμε την ανεργία πιο κοντά στο 7% από το περίπου 10% που βρίσκεται σήμερα.
Ολα αυτά μπορεί να φαίνονται μικρότερα προβλήματα από ό,τι στο παρελθόν, αλλά συντηρούν μια γκρίνια. Στερούν ρευστότητα από την πραγματική οικονομία, κρατούν εταιρείες και ολόκληρες ζωές δέσμιες των προβλημάτων του παρελθόντος. Δημιουργούν εν τέλει θέματα άνισου ανταγωνισμού στην αγορά, καθώς όσο δεν ξεκαθαρίζεται η κατάσταση τόσο περισσότεροι φυτοζωούν, λειτουργώντας παρασιτικά στη «σχεδόν μαύρη» (ή «πλήρως μαύρη») οικονομία.
Στο κάτω κάτω, το ξεκαθάρισμα όλων αυτών, ειδικά τώρα που το ταμείο είναι γεμάτο και οι δημοσιονομικές προοπτικές θετικές, αποτελεί μεγάλη ευκαιρία να ξεμπερδεύουμε με προβλήματα που πριν από μερικά χρόνια μάς φαίνονταν βουνό…