Του Νίκου Κουρμουλή
Η περίοδος που τυπικά ξεκινά από τα Δεκμβριανά του 1944 κι εκτείνεται και μετά τον εμφύλιο, αποτελεί ως έναν μεγάλο βαθμό την βάση διαμόρφωσης πολλών εκ των καταστάσεων που βιώνουμε σήμερα. Ο Στέφανος Δάνδολος στο τελευταίο του μυθιστόρημα με τίτλο «Τα αηδόνια της σιωπής» (Ψυχογιός), επιχειρεί μέσα από τον ορυμαγδό βίας και πολιτικών εξελίξεων, να ξετυλίξει ένα πολύπτυχο αισθηματικό δράμα. Πρωταγωνιστές οι απλοί πολίτες της εποχής και τα τοπόσημα μιας Αθήνας που δεν υπάρχει πλέον.
Τι σας ώθησε στο να ξεδιπλώσετε την αφήγηση του τελευταίου σας βιβλίου, σε μια πολλαπλώς φορτισμένη περίοδο της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, από την απελευθέρωση έως και την πρώτη μετά τον εμφύλιο εποχή;
Η αντίφαση εκείνων των ημερών. Η πολύ σύντομη εναλλαγή ανάμεσα στο φως και στο σκοτάδι. Δείτε: Πέμπτη 12 Οκτωβρίου του 1944 βγαίνουμε στους δρόμους της Αθήνας και πανηγυρίζουμε για τη φυγή των Γερμανών. Όλα δείχνουν καλά, οι πάντες τραγουδούν. Τρεις μόνο μέρες μετά ξεκινούν τα εμφύλια έκτροπα, που θα μας οδηγήσουν στον καταστροφικό Δεκέμβρη. Αυτό το τραγικό παράδοξο που σημάδεψε την κοινωνία μας τότε ήταν που μου έδωσε το έναυσμα. Στη δουλειά μου με έλκουν οι αντιφάσεις, στόχος μου λοιπόν ήταν να ανιχνεύσω τα όρια ανάμεσα στο φως και στο σκοτάδι, και γύρω από τον ιστορικό δρασκελισμό να φυτεύσω και να καλλιεργήσω τις ιστορίες των ηρώων μου. Συν ότι εκείνη η εποχή κρυφομιλάει με τη δική μας σε θέματα μένους και βίας. Ακόμα μας χωρίζουν πολλά ως λαό, αν και με έναν αλλιώτικο τρόπο.
Μια φράση σας λέει: “Πόσο θάνατο μπορεί να αντέξει αυτή η χώρα”. Πράγματι πως μπόρεσαν τότε άνθρωποι να αντέξουν τη βία και τον επικείμενο διαμελισμό της χώρας; Ποιες οι διαφορές με το σήμερα;
Ήταν τρομερά δύσκολο να αντέξουν γιατί μόλις είχαν βγει από την Κατοχή, ο τόπος μας ήταν διαλυμένος. Αλλά ίσως γι’ αυτό πολλοί από δαύτους έφτασαν στα άκρα και προέβησαν σε θηριωδίες. Η αντάρα φέρνει πρόσθετη αντάρα, το αίμα γεννάει αίμα. Οι δύο ήρωες του βιβλίου, ο κύριος Αριστείδης και η Ευδοξία του, μου παρείχαν το όχημα να μιλήσω για την αντίσταση όχι απέναντι σε έναν εχθρό με σάρκα και οστά, αλλά απέναντι στην ίδια τη σκοτεινιά του κόσμου που τους περιβάλλει. Πώς μπορείς να μείνεις ανθρώπινος και αγνός όταν όλα γύρω σου καταρρέουν; Αυτό είναι το διακύβευμα και σήμερα για χιλιάδες ανθρώπους. Στις μέρες μας μπορεί να μην βγαίνουν κουμπούρια, υπάρχει όμως ένα άλλο είδος ζόφου. Τα όπλα είναι τα πληκτρολόγια στα social, ο άκρατος κιτρινισμός του Τύπου, οι ύβρεις στον δημόσιο διάλογο, οι άρρωστες ψυχές που ξεσπούν εντός των σπιτιών στους αδύναμους. Είμαστε λαός που ταλανίζεται από έριδες. Το βλέπεις καθημερινά, είτε σκρολάροντας στο φέισμπουκ είτε κάνοντας μια βόλτα στους δρόμους. Όλοι σχεδόν είναι με το μαχαίρι στο στόμα.
Οι χαρακτήρες σας είναι άνθρωποι του καθημερινού μόχθου, απλοί. Δεν υπάρχει πάνω τους τίποτα το αρχετυπικά “ηρωϊκό”. Τι σας ώθησε να προσεγγίσετε τους “αόρατους” πολίτες;
Η ανάγκη μου να μιλήσω για όλους εμάς, που συχνά νιώθουμε αόρατοι, που συχνά υπομένουμε την αδικία, που συχνά παρακολουθούμε αμέτοχοι την τρέλα που επικρατεί παντού. Ο αόρατος πολίτης είναι ο μεγάλος ήρωας της σύγχρονης εποχής. Αυτός που παλεύει για το καλύτερο χωρίς να περιμένει κάποια αναγνώριση, αυτός που στέκει βουβός και παραγνωρισμένος αλλά με αξιοπρέπεια, αυτός που κόντρα στο χάος των καιρών πορεύεται με μοναδικό καύσιμο την καλοσύνη και την ευγένεια. Ο κύριος Αριστείδης είναι όλοι εμείς που αντιστεκόμαστε στον ζόφο, και μέσα από τη μορφή του Τα Αηδόνια της Σιωπής έγιναν αυτό ακριβώς, ένα μυθιστόρημα αντίστασης στον ζόφο, ένα φωτεινό βιβλίο με φόντο μια σκοτεινή εποχή.
Η άλλη πλευρά του μυθιστορήματος -εξίσου σημαντική- είναι η αισθηματική ιστορία που αναπτύσσεται ανάμεσα στην κα Ευδοξία και τον κο Αριστείδη. Μέσα από επιστολές κι ατέλειωτες ώρες υπομονής. Ποιοι λόγοι σας οδήγησαν εκεί;
Ήθελα να δείξω ότι το συναίσθημα αντέχει και σε εποχές ακατάλληλες για συναίσθημα, και επίσης να προβώ σε ένα σχόλιο για το τι μπορεί να σημαίνει Πατρίδα για κάποιους ανθρώπους. Διότι δεν είναι και το συναίσθημα μια μορφή πατρίδας; Ενώ ο περισσότερος κόσμος μέσα στο βιβλίο αναζητεί τη δική του πατρίδα βάσει πολιτικής ιδεολογίας και διαμέσου της βίας, ο κύριος Αριστείδης και η κυρία Ευδοξία αναζητούν τη δική τους πατρίδα ο ένας στο πρόσωπο του άλλου. Αυτή είναι η θέση του μυθιστορήματος, το πώς ορίζουμε την πατριδογνωσία της ψυχής. Συν ότι τα όνειρα και οι ελπίδες δεν έχουν ημερομηνία λήξης. Μπορεί να είσαι 72 ετών, όπως ο κύριος Αριστείδης, και να έχεις ακόμη το δικαίωμα να ονειρεύεσαι. Οι άνθρωποι δεν πρέπει να παροπλίζονται μήτε να συνθηκολογούν λόγω ηλικίας, όσο κι αν το θέλει η κοινωνία. Οφείλουν να διεκδικούν μέχρι το τέλος.
Πείτε μας περισσότερα για τον ήρωα σας Αριστείδη Τσόκο. Γκαρσόνι του Ζαχαράτου, ένας μάρτυρας της εποχής του. Δημοκράτης, αλλά και ταξιδευτής του έρωτα. Πώς τα συνδυάσατε όλα αυτά και άλλα;
Ο χαρακτήρας του είναι μια σύνθεση όλων εκείνων των στοιχείων που θαυμάζω στους ανθρώπους. Σεμνός, χαμηλότονος, ευγενής. Ζούσε σε έναν περίκλειστο κόσμο, αυτόν του θρυλικού καφενείου, ωστόσο μέσα από τις σάλες στην κάτω πλευρά της Πλατείας Συντάγματος είδε όλη την Ιστορία της Ελλάδας από το 1880 μέχρι το 1944. Σιωπηλός πάντα, και ταγμένος στο καθήκον. Ώσπου αποφασίζει να κάνει αυτό το δραματικό ταξίδι μέσα στα Δεκεμβριανά, στη φλεγόμενη πόλη. Και τούτη η εναλλαγή από την ακινησία μιας ολόκληρης ζωής στην πράξη στάθηκε δομικά το σημείο όπου όλα τα παραπάνω ανέδειξαν αυτό που είχα κατά νου: να παρουσιάσω τον μέσο άνθρωπο που κάνει τη δική του προσωπική επανάσταση, που αποτολμά το βήμα το οποίο χρωστάει στον εαυτό του.
Από την έρευνα που έχετε διεξάγει, πού υπήρχε το χάσμα ανάμεσα στον κόσμο της Αριστεράς, της Δεξιάς και του Κέντρου;
Είναι τεράστιο το ζήτημα και δεν μπορεί να απαντηθεί με λίγες μόνο λέξεις, αλλά θα έλεγα ότι το τέλος της Κατοχής ανέδειξε όλες τις εμφύλιες πληγές που κατέτρωγαν την κοινωνία και οι οποίες είχαν να κάνουν με το ότι στην πραγματικότητα δεν αντισταθήκαμε ως έθνος σύσσωμο απέναντι στους κατακτητές. Αυτό ήταν το πρώτο φυτίλι. Στην πορεία, από την Απελευθέρωση μέχρι τον Δεκέμβρη, προτέθηκαν και άλλα, όπως η ατιμωρησία των δοσίλογων, η παθογένεια του ελληνικού κράτους, ο ρόλος των Βρετανών, το ζήτημα του αφοπλισμού των αντιστασιακών ομάδων, η θέληση του ΕΑΜ να διαδραματίσει ηγετικό ρόλο στον πολιτικό χάρτη. Εντούτοις σφάλματα έγιναν πολλά, και από τις δύο πλευρές. Από τη μία είχαμε τον αδιαπραγμάτευτο αξιακό κώδικα της αριστεράς, που ήταν εντελώς ουτοπικός για το αστικό μέτωπο. Και από την άλλη είχαμε την στενή πραγματολογική λογική των κυβερνητικών δυνάμεων, που συνιστούσε ένα είδος ξεπουλήματος στα μάτια της αριστεράς. Η απόσταση ήταν πολύ μεγάλη.
Ο ρόλος των Βρετανών (όπου αναφέρονται εκτεταμένως στο βιβλίο) πόσο καταλυτικός ήταν τελικά σε έκταση; Διότι ως γνωστόν, από τα Δεκεμβριανά μέχρι σήμερα, σε κάθε πολιτική συζήτηση-ιδιαίτερα οι μεγαλύτεροι-αδύνατον να μην αναφερθούν στον σκοτεινό ρόλο των μεγάλων δυνάμεων
Η μοιρασιά είχε ήδη γίνει. Οδεύαμε προς το τέλος του πολέμου, ο Στάλιν είχε επιλέξει τις χώρες που ήθελε να ελέγξει, ο Τσόρτσιλ είχε επιλέξει τις δικές του, ανάμεσα στις οποίες ήμασταν εμείς. Ναι, το μυθιστόρημα πραγματεύεται διεξοδικά και αυτό το κομμάτι, διότι οι Βρετανοί που ήρθαν -και αποθεώθηκαν στην αρχή από το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής κοινωνίας- προσπάθησαν όντως να μας βοηθήσουν να ορθοποδήσουμε. Αλλά με τι κόστος; Στις σελίδες του βιβλίου υπάρχει και το κόστος, όπως και η πολιτική τους εμπλοκή, όπως και τα υπόγεια συμφέροντα που έπρεπε να υποστηρίξουν στην μεταπολεμική Ευρώπη. Και αυτό δυστυχώς αποδεικνύει πόσο αδικημένη χώρα έχουμε υπάρξει. Ωστόσο δεν φταίμε κι εμείς; Η Ελλάδα μια ζωή χρειάζεται ένα ξένο δεκανίκι για να στηρίζεται. Και δυστυχώς το έχει πληρώσει πολύ ακριβά σε καίριες στιγμές της ιστορίας της.
Ένας έμπειρος συγγραφέας όπως εσείς, με ποιο τρόπο οργανώσατε το υλικό σας έτσι ώστε να διασχίσετε αυτόν τον κυκεώνα βίας και παρασκηνίου που διαμόρφωσε την μετέπειτα κατάσταση στη χώρα;
Συνθέτοντας ένα ογκώδες μυθιστόρημα, δεν αφήνω τίποτα στη τύχη, βασίζω τα πάντα στη δομή. Προσπαθώ να ξεδιαλέγω τι από την έρευνα πρέπει να μείνει έξω, τι χρειάζεται πραγματικά στον αναγνώστη, και ακολούθως χτίζω, έπειτα σμιλεύω, δίνω σημασία στον ρυθμό, στη μουσικότητα του κειμένου, σε κάθε σημαντική και ασήμαντη λεπτομέρεια. Εδώ, μέλημά μου ήταν να αποδοθεί αρμονικά η σύμπλευση του ατομικού πεπρωμένου με το συλλογικό πεπρωμένο. Η ιστορία δύο ανθρώπων και η ιστορία μιας χώρας. Μα αυτό είναι πάντα το ζητούμενο για μένα: το άτομο με φόντο τον έξω κόσμο ή κόντρα στον έξω κόσμο. Είτε γράφω για μια διαταραγμένη γυναίκα, όπως στο πρώτο μου βιβλίο πριν από 30 χρόνια, είτε γράφω για ένα αγνό γκαρσόνι στα Αηδόνια της Σιωπής, η λογοτεχνία μου αφορά την ιχνηλάτηση της ανθρώπινης πολυπλοκότητας με όρους απόλυτου ρεαλισμού.
Μέσα από τα φημισμένα καφενεία-στέκια του κέντρου των Αθηνών, αναβιώνετε ένα μεγάλο μέρος της κοινωνικής και καλλιτεχνικής ζωής του τόπου. Πως αντέδρασε ο κόσμος αυτός στον διχασμό;
Έντονα. Παρέες χωρίστηκαν στα δύο, φίλοι καρδιακοί έπαψαν να μιλιούνται. Υπάρχει μια χαρακτηριστική σκηνή με ηθοποιούς της εποχής, που συζητούν για την Ελένη Παπαδάκη. Οι αριστεροί ηθοποιοί μαζεύονταν στη μία άκρη της σάλας, οι υπόλοιποι πήγαιναν στην άλλη γωνία. Έτσι ήταν τα πράγματα στου Ζαχαράτου. Ωστόσο γι’ αυτό επέλεξα το καφενείο ως σκηνικό διάκοσμο του βιβλίου: με βοήθησε να αποδώσω με λεπτομέρειες τον καθρέφτη της κοινωνίας.
Ποιος ο ρόλος του ιστορικού μυθιστορήματος σήμερα, όπως “Τα αηδόνια”; Ίσως να ανασυσταθεί η μνήμη, να υπενθυμίσουμε πώς μπορεί να ανθίσει το συναίσθημα κάτω από δύσκολες συνθήκες; Μήπως τελικά οι διχασμοί είναι μια κατάρα που πρέπει να ξεπεραστεί;
Το ιστορικό μυθιστόρημα είναι ίσως ένας τρόπος να ξαναδείς την Ιστορία με άλλο μάτι, εστιάζοντας στα κίνητρα και στις ζωές των ανθρώπων που πραγματεύεται. Μα για να είναι σοβαρό και πλήρες, θα πρέπει να συνομιλεί και με την εποχή στην οποία διαβάζεται. Αλλιώς είναι κλασσικό εικονογραφημένο, τίποτε παραπάνω από επιδερμική ψυχαγωγία. Το 1944 υπήρχε εκείνος ο άγριος διχασμός, σήμερα υπάρχουν άλλου είδους διχασμοί. Είμαστε χώρα που λατρεύει να διχάζεται. Και ναι, είναι μια κατάρα που θα έπρεπε να ξεπεραστεί, αλλά δεν είμαι αισιόδοξος ότι η ιδιοσυγκρασία μας θα γλιτώσει ποτέ από την ασθένεια. Συνεπώς εάν έχει κάποιον ρόλο ένα μυθιστόρημα σαν «Τα Αηδόνια» αυτός είναι μια μικρή αφύπνιση, ένα ελαφρύ σκούντημα στον ώμο. Εξάλλου αυτό προσφέρει κάθε γόνιμη συνομιλία με το παρελθόν: χαρίζει τη δυνατότητα διεύρυνσης της συνείδησης.