Υποτίθεται ότι βασική σταθερά της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής είναι η επίκληση του διεθνούς δικαίου ως μόνη οδός επίλυσης των ελληνοτουρκικών διαφορών και ευρύτερα όλων των ζητημάτων που προκύπτουν στις διακρατικές σχέσεις. Και βέβαια, η επίκληση του διεθνούς δικαίου σημαίνει και αποδοχή της αρμοδιότητας των διεθνών δικαιοδοτικών οργανισμών που αποτελούν τον βασικό μηχανισμό ώστε το διεθνές δίκαιο να μην καταστεί κενό γράμμα.

Σε αυτό το πλαίσιο η δήλωση του κυβερνητικού εκπροσώπου ότι «δεν βοηθάνε τέτοιες αποφάσεις και δεν θα λύσουν κανένα πρόβλημα», σε σχέση με την πρόσφατη έκδοση από το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο ενταλμάτων σύλληψης για εγκλήματα πολέμου για τον πρωθυπουργό του Ισραήλ Μπενιαμίν Νετανιάχου και τον πρώην υπουργό Αμυνας Γιοάβ Γκάλαντ, ακούγεται ως να αμφισβητεί επί της ουσίας τη δυνατότητα ενός διεθνούς δικαιοδοτικού οργανισμού να κάνει πράξη όσα πρεσβεύει το διεθνές δίκαιο.

Ομως, αυτό αναδεικνύει και ένα συνολικότερο ζήτημα. Τα τελευταία χρόνια έχει υποστηριχθεί με έμφαση η ανάγκη προσέγγισης με το Ισραήλ, τοποθέτηση που καταγράφεται ακόμη και τώρα παρά το βάρος των 43.000 νεκρών στη Γάζα και μιας πολεμικής επιχείρησης που κατά βάση στοχοποιεί έναν ολόκληρο πληθυσμό και όχι απλώς κάποιους ενόπλους.

Και αυτό παρά το γεγονός ότι τα προβλήματα που αναδεικνύει με επιμονή τα τελευταία χρόνια η ελληνική διπλωματία, όπως είναι η παράνομη κατοχή εδαφών της Κυπριακής Δημοκρατίας, η αμφισβήτηση των συνόρων με τον τρόπο που έχουν προσδιοριστεί από ευρύτερα αποδεκτές διεθνείς συμβάσεις όπως και άλλων κυριαρχικών δικαιωμάτων και συνολικά η «αναθεωρητική» αμφισβήτηση της ισχύος των κανόνων του διεθνούς δικαίου, σε μεγάλο βαθμό θα μπορούσαν να αποδοθούν και στο Ισραήλ, εάν δούμε το γεγονός ότι κατέχει παράνομα εκτάσεις, αμφισβητεί τη χάραξη των συνόρων με τον τρόπο που αυτή έγινε κατά τη στιγμή της δημιουργίας του ως κράτους και βέβαια από το 2023 έχει προχωρήσει σε μια πολεμική επιχείρηση που εμφανώς υπερβαίνει κάθε έννοια «αυτοάμυνας».