Οι πολλοί φιλελεύθεροι που βρίσκονται εντός της κυβέρνησης θα νιώθουν μάλλον άβολα, με τις συνεχείς κυβερνητικές – άλλοτε δικαιολογημένες, άλλοτε άκομψες – παρεμβάσεις σε μια σειρά από αγορές. Αν η πρώτη φορολόγηση των υπερκερδών των διυλιστηρίων το 2023 (κερδών του 2022) είχε κάποιο νόημα, εντασσόμενη στην ευρωπαϊκή τάση της εποχής και την απότομη αύξηση των περιθωρίων κέρδους των διυλιστηρίων, η σκοπιμότητα της έκτακτης φορολόγησης του 2024 (κέρδη 2023) είναι δύσκολο να ερμηνευτεί, με δεδομένες τις χαμηλές διεθνείς τιμές του πετρελαίου και την εγχώρια τιμή στην αντλία. Το πρόβλημα ερμηνείας γίνεται ακόμα μεγαλύτερο όταν εντάσσονται στην έκτακτη φορολόγηση των υπερκερδών και οι εξαγωγές διυλισμένου πετρελαίου. Μια χώρα με τεράστιο έλλειμμα στο εμπορικό της ισοζύγιο φαινόταν σαν να τιμωρεί τις εξαγωγικές της επιχειρήσεις, αλλάζοντας τους κανόνες του παιχνιδιού, που η τήρησή τους αποτελεί βασικό συστατικό του καπιταλισμού.
Στην αγορά του ρεύματος, τα πράγματα ήταν πιο οριοθετημένα για μεγάλο διάστημα. Ο μηχανισμός που δημιουργήθηκε τον Αύγουστο του 2022 και διατηρήθηκε μέχρι το τέλος του 2023, με βασικό έσοδο την έκτακτη φορολόγηση των κερδών των ηλεκτροπαραγωγών, λίγο – πολύ έγινε αποδεκτός από την αγορά, καθώς κρατήθηκε όρθιος ο κλάδος της προμήθειας. Ωστόσο, πριν από ακριβώς έναν χρόνο, η υπόσχεση που υπήρχε από την κυβέρνηση ήταν ότι θα πρέπει να ενισχυθεί η αγορά. Λανσαρίστηκε το πράσινο τιμολόγιο, εκατομμύρια καταναλωτές έμαθαν τι πληρώνουν, ποια εταιρεία είναι η φτηνότερη, άρχισε να λειτουργεί η αγορά. Οι τιμές στη χονδρική έπεσαν κατά διαστήματα τόσο πολύ, που οδήγησαν σε απώλειες τους παραγωγούς ρεύματος. Στην πρώτη στραβή, που οι τιμές πήραν την ανιούσα, το περασμένο καλοκαίρι, την αγορά την ξεχάσαμε και επέστρεψε όχι απλά η επιδότηση με κρατικό χρήμα, αλλά με επιβάρυνση ξανά για τους παραγωγούς. Το ίδιο ετοιμάζεται να κάνει η κυβέρνηση και τώρα, με τις ανακοινώσεις της επόμενης Παρασκευής.
Ο ίδιος ο Πρωθυπουργός την προηγούμενη εβδομάδα υπογράμμισε «ότι δεν μας αρέσουν κατά κανόνα τα έκτακτα μέτρα». Η φημολογία όμως για έναν ακόμα έκτακτο φόρο μεταδόθηκε από την ενέργεια στις τράπεζες, και ας αναγνωρίζουν όλοι ότι η τελευταία κεφαλαιακή τους ενίσχυση το 2016 τις υποχρεώνει να έχουν κάθε χρόνο αυξημένη κερδοφορία, προκειμένου να μειώνουν τον αναβαλλόμενο φόρο που τους παραχωρήθηκε αντί κεφαλαίων. Πέραν αυτού, αν τελικά οδηγηθούμε σε αυτόν τον νέο έκτακτο φόρο, αλλάζουν οι κανόνες του παιχνιδιού για όσους επέλεξαν λίγους μήνες πριν να τοποθετηθούν στην αποεπένδυση του Δημοσίου από τις τράπεζες. Ούτε λόγος για την επίπτωση όλων αυτών στο επενδυτικό κλίμα ή στο Χρηματιστήριο Αθηνών, που κυριολεκτικά εξ αυτού κυρίως του λόγου σέρνεται τις τελευταίες εβδομάδες.
Το σενάριο της επιπλέον φορολόγησης των τραπεζών ενισχύθηκε από το γεγονός ότι το έκανε και ο Σάντσεθ στην Ισπανία. Ο ίδιος το είχε κάνει με μικρότερους συντελεστές και πέρυσι, ενώ γενικά εφαρμόζει ένα πρόγραμμα το οποίο στις πιο πολλές εκφάνσεις του αποδοκιμάζεται από την ελληνική κυβέρνηση. Τι να θυμηθούμε, τις παρεμβάσεις στην αγορά κατοικίας ή τις μαζικές μειώσεις των φόρων κατανάλωσης για τις οποίες υπάρχει κάθετη ελληνική αντίθεση;
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη τόλμησε στην αρχή της θητείας της να μειώσει τον συντελεστή φορολόγησης των επιχειρήσεων στα πιο χαμηλά επίπεδα που είχε δει ποτέ η χώρα. Την τελευταία διετία δείχνει να έχει πολλές δεύτερες σκέψεις για ένα μέτρο που τόνωσε την ανάπτυξη, την επενδυτική εικόνα της χώρας, αλλά και τα δημόσια έσοδα.