Η Βερόνικα Ράιμο αποτελεί σήμερα μια από τις ανερχόμενες φωνές της σύγχρονης λογοτεχνικής σκηνής της Ιταλίας.

Τα μυθιστορήματά της εκκινούν από το αυτοβιογραφικό πεδίο και ανοίγονται στους προβληματισμούς του σήμερα.

Με καυστικό χιούμορ και έντονη αυτοσαρκαστική διάθεση η συγγραφέας στο «Ας πούμε πως είμαι εγώ» (μτφ. Δήμητρα Δότση, Δώμα) ανατέμνει την ενηλικίωση ενός νεαρού αποτραβηγμένου στον εαυτό του κοριτσιού –και αφηγήτριας του βιβλίου – σε μια οικογένεια με προβλήματα.

Σκοπός της Ράιμο δεν είναι η πιστή ανάκληση γεγονότων (η ίδια δεν πιστεύει ότι υφίσταται κάτι τέτοιο στη ζωή), αλλά η μυθοπλαστική μεταμόρφωση της εμπειρίας.

Οι ψυχικές διαδρομές των ιδιαιτεροτήτων ενός εαυτού που αναπαριστάται ως αφηγητής του γύρω περιβάλλοντος. Η συγγραφέας κέρδισε το Βραβείο Strega Νέων, ενώ ήταν και υποψήφια για το Διεθνές Βραβείο Μπούκερ του 2024.

Ποια έκταση καταλαμβάνει η εμπειρία στο σώμα της μυθοπλασίας σας; Η αμφίσημη πλευρά της αλήθειας, όταν εισέρχεται στη λογοτεχνία, μετατρέπεται σε μυθοπλασία; Η φωνή της αφηγήτριας λέει κάπου: «Φοβάμαι την αλήθεια περισσότερο από τον θάνατο».

Τις περισσότερες φορές όταν βρίσκομαι στη διαδικασία κατασκευής ενός κειμένου, αυτό θα έχει ως αρχική προέλευση ποικίλες πηγές από το σύμπαν των εμπειριών.

Μπορεί να είναι οι δικές μου ή των άλλων, εξαρτάται. Ολα ξεκινούν όταν κάτι κολλήσει στο μυαλό μου για καιρό.

Εν συνεχεία, καθώς επεμβαίνει η μυθοπλασία, δημιουργούνται εντός μου διαχωριστικά επίπεδα που επιτρέπουν να διευρύνω, να αναστοχαστώ, να παρέμβω κ.λπ., πάνω στον αρχικό πυρήνα της εμπειρίας. Μέχρι του σημείου που αυτή η πηγή δεν θα είναι σε κανέναν χρήσιμη, όσο το διαμορφωμένο υλικό όπως έχει κατασκευαστεί στην πορεία.

Στο μυθιστόρημά σας φαίνεται ότι εσκεμμένα αντιστέκεστε στον τρόπο που η μνήμη σχηματίζει προσωπικότητες, γεγονότα, σκέψεις κ.λπ., για να τους αποδώσει συγκεκριμένο νόημα. Πώς λειτουργεί η μνήμη σε εσάς;

Ας σκεφτούμε λίγο από την πλευρά του παράδοξου: Εάν ήμασταν σε θέση να καταπιέσουμε απόλυτα (και χωρίς πόνο) τη μνήμη ή αν είχε ο οργανισμός μας μια ξεχωριστή λειτουργία που θα μας έκανε να ξεχνάμε πράγματα θεμελιώδη για εμάς, τότε θα ήταν πολύ δύσκολο έως αδύνατο να μπορούσε η μνήμη να σχηματίσει την προσωπικότητά μας.

Και επειδή αυτές οι λειτουργίες δεν υπάρχουν, η μνήμη εν τέλει για μένα είναι περισσότερο μια παρηγοριά παρά οτιδήποτε άλλο. Σήμερα μιλάμε αρκετά για τη χειραγώγηση της μνήμης (gaslighting, στο κείμενο), χωρίς να είναι κάτι καινούργιο.

Ξέρετε, παραμένω σκεπτικίστρια ή μπορώ να σας πω ότι φοβάμαι κάποιον που επιμένει εμφατικά ότι θυμάται ένα κομμάτι παρελθόντος με τόση ακρίβεια πάνω στις λεπτομέρειές του. Τις περισσότερες φορές αυτό είναι μια πράξη επιβολής ισχύος, ένας υποκριτικός τρόπος διαφήμισης της ηθικής ανωτερότητας.

Υπήρξε κάποια αφορμή για να γράψετε το παρόν μυθιστόρημα;

Υπήρξε και δεν ήταν «μυθιστορηματική». Θα έλεγα πως μάλλον από σπόντα ήρθε. Είχα αρχίσει να γράφω ένα θεατρικό έργο με κωμικά στοιχεία, που θα το χρησιμοποιούσε η καλύτερή μου φίλη που είναι ηθοποιός σαν μονόλογο. Ετσι ξεκίνησα να γράφω ένα ημερολογιακού τύπου κείμενο με πρωταγωνίστρια εμένα. Αρχισα να γράφω δηλαδή για τον εαυτό μου με γνώμονα πως κάποια άλλη θα με ενσαρκώσει.

Η φωνή της αφηγήτριας, γνωστής και ως Βερίκα ή Οκα κ.λπ., είναι ένα αποτραβηγμένο στον εαυτό του κορίτσι με έντονα αυτοσαρκαστικά στοιχεία. Αυτό το αίσθημα της ανεπάρκειας χαρακτηρίζει πολύ την ηρωίδα σας και άλλους στο βιβλίο. Τελικά ποιο είναι αυτό το κορίτσι;

Σωστά λέτε για τα αυτοσαρκαστικά στοιχεία της. Κάπως έτσι ξεκίνησα να τη σκιαγραφώ από τα πρώτα σχεδιάσματά μου. Ωστόσο, για να σας πω την αλήθεια, δεν ξέρω πραγματικά ποιο είναι αυτό το κορίτσι. Και οφείλω να καταθέσω ότι γράφοντας το βιβλίο δεν με βοήθησε να την κατανοήσω στο απόλυτο βάθος.

Πιστεύω ότι άπαξ και γράψεις για ένα θέμα ή ένα πρόσωπο, σύντομα θα το χάσεις από τον ορίζοντά σου. Αλλά αυτό δεν είναι κάτι απαραίτητα κακό. Παίρνει τη δική του ταυτότητα, στο πλαίσιο της μυθοπλασίας.

Μεταξύ ενσυναίσθησης και μαύρου χιούμορ, η ηρωίδα σας αυτοπαρατηρείται έντονα. Προσπαθεί ίσως να βρει τη θέση της στον κόσμο.

Πιστεύω ότι η εσωτερική της συμπεριφορά δείχνει ένα άτομο που θέλει οπωσδήποτε να δραπετεύσει από οποιοδήποτε μέρος μπορεί να χαρακτηριστεί «η θέση της στον κόσμο». Ζει περισσότερο πάνω στην ένταση του να φτάσει εκεί και, μόλις αυτό συμβεί, να διαφύγει ξανά. Η εγγύτητα την πνίγει. Στο σημείο αυτό η ηρωίδα μου κι εγώ μοιάζουμε πολύ.

Τώρα, ας πάμε στην οικογένεια. Είναι αυτό που λέμε γενικά δυσλειτουργική; Κάνετε οξεία κριτική στα θεμέλια της παραδοσιακής οικογένειας. Μπορείτε να μας πείτε περισσότερα;

Αν πάρουμε τη λέξη «δυσλειτουργικός» με τον κλινικό όρο, τότε έτσι δεν είναι η τυπική δυσλειτουργική οικογένεια. Αν όμως δεχθούμε ότι υπάρχει μια ποσότητα νευρώσεων που κυκλοφορεί στις οικογένειες, τότε η δυσλειτουργικότητα για την οικογένεια εδώ ισχύει.

Πιστεύω ότι παίρνουμε την οικογένεια δεδομένη, σαν να είναι ένα είδος θεσμικού κανόνα που έρχεται από κάποιον φυσικό νόμο. Δεν είναι καθόλου έτσι.

Η οικογένεια είναι μια πολιτισμική συνένωση, μια κοινωνική επιταγή, και έχουμε κάθε λόγο να επανατοποθετηθούμε. Εκείνο που σκέφτομαι τα τελευταία χρόνια είναι το κατά πόσο μάς είναι απαραίτητη σαν αντίληψη, από τη στιγμή που προκαλεί περισσότερα προβλήματα παρά λύσεις.

Η ερώτησή μου είναι η εξής: Αντί να αναπτύξουμε περαιτέρω το τι είναι οικογένεια σήμερα, δεν θα ήταν προτιμότερο να βάλουμε μπροστά ένα νέο πλαίσιο που θα χωρά ανθρώπους που θέλουν να μείνουν μαζί και να νοιάζονται πραγματικά ο ένας για τον άλλο;

Στο βιβλίο ο αφηγητής λέει ότι γράφουμε όχι για να επεξεργαστούμε τον πόνο αλλά για να τον εφεύρουμε. Υποστηρίζετε ότι γράφουμε μόνο υπό καθεστώς δυσανεξίας;

Οχι, απολύτως όχι. Το πνεύμα μου σε αυτή την πρόταση ήταν το αντίθετο.

Την έγραψα ειρωνικά, ακριβώς για να απομυθοποιήσω την ιδέα ότι οι συγγραφείς πρέπει να γράφουν μόνο όταν υποφέρουν.

Κατά τον ίδιο τρόπο νομίζω ότι μπορείς να γράψεις για τον πόνο, μόνο όταν έχεις ξεπεράσει το στάδιο κατά το οποίο υπέφερες. Χρειάζεται μια κάποια απόσταση και πιστεύω βαθιά πως ό,τι αναπτύσσεται σε αυτή την περίοδο της «ίασης» συγγραφικά έχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον και ψυχή από τον πόνο τον ίδιο.

Στο μυθιστόρημά σας επίσης η ηρωίδα αναρωτιέται για την γκετοποίηση των γυναικών συγγραφέων, οι οποίες γράφουν κατά κόσμον «γυναικεία θέματα». Πιστεύετε ότι το νεοφεμινιστικό κίνημα έχει συμβάλει στο να προωθηθούν γυναίκες στο καλλιτεχνικό στερέωμα ως αυτόνομες οντότητες έκφρασης;

Πιστεύω ότι αυτή τη στιγμή γράφονται περισσότερα βιβλία από γυναίκες τις οποίες αφορούν, και αυτό αποτελεί τελικά την ανατροπή του κανόνα ο οποίος ήταν κυρίως αντρική υπόθεση. Ωστόσο είμαι πολύ επιφυλακτική στο τι μπορεί να φέρει αυτή η ανατροπή.

Αν βιομηχανοποιηθεί χοντρά (όπως φαίνεται), αυτό φέρνει νέα στερεότυπα και νέους κανόνες. Η ανατροπή που προανέφερα καλό θα είναι να λειτουργήσει ευρύτερα, δηλαδή να κάνει τη λογοτεχνία πιο τολμηρή και με αιχμές. Οταν δεν συμβαίνει, συνεχίζουμε να μιλάμε για «γυναικεία θέματα» και αυτό με ανησυχεί.

Πιστεύετε ότι χειραγωγούμε την ιστορία μας συχνά και με σκοπό;

Αντίθετα απ’ ό,τι πιστεύεται, ο καθένας μας είναι ένας αναξιόπιστος αφηγητής του εαυτού του.

Επιπλέον είμαστε αφερέγγυοι και όταν χειραγωγούμε κάτι ή και όχι. Εχει διπλή λειτουργία. Είναι σχεδόν αδύνατο να ξεπεράσουμε τη χειραγώγηση ακόμα και σε επίπεδο προθέσεων.

Αυτό δεν σημαίνει ότι λέμε ψέματα συνέχεια. Ωστόσο από τη στιγμή που διαλέγουμε οπτική γωνία, διαλέγουμε τι θα αφήσουμε και τι θα κόψουμε, αυτά από μόνα τους αποτελούν την κάθετη ανακατάταξη των γεγονότων.

Ποιος μπορεί να είναι ο σκοπός της λογοτεχνίας στην εποχή της τεχνητής νοημοσύνης; Πώς μπορεί ένας συγγραφέας π.χ. να διατηρήσει την αυθεντικότητά του;

Προσωπικά φοβάμαι την ανθρώπινη ηλιθιότητα παρά την τεχνητή νοημοσύνη καθαυτή. Η οποία είναι ένα πολυσύνθετο εργαλείο. Εξαρτάται πάντα από τον χρήστη το τι θα πράξει. Και αυτό για μένα είναι μια πολιτική απόφαση του καθένα.

Η αυθεντικότητα δεν θα βληθεί με τους εξής τρόπους: εάν ξέρουμε απολύτως τι γράφουμε, όπως επίσης και αν εξελίσσουμε τα εκφραστικά μέσα μας.