Στις 24 Οκτωβρίου του 2024 στο ελληνικό προξενείο του Σάο Πάολο μια παρέα ανθρώπων κατέφτανε για να παρακολουθήσει μια ορκωμοσία με ιδιαίτερη βαρύτητα.
Ενας κύκλος δύο δεκαετιών, που διέτρεχε την Ελληνική Επανάσταση του 1821, τη δαιδαλώδη ζωή ενός έλληνα ναυτικού και τα γρανάζια της ελληνικής γραφειοκρατίας, είχε μόλις κλείσει.
Η Ελιζαμπέτε Μπότσαρη, απόγονος του Μάρκου Μπότσαρη, λάμβανε την ημέρα εκείνη, επισήμως, την ελληνική υπηκοότητα, ύστερα από έναν αγώνα σχεδόν 25 ετών.
Γεννημένη στη Βραζιλία, η 49χρονη γυναίκα που ασχολείται με τη διακόσμηση εσωτερικών χώρων και διαθέτει ένα κατάστημα με παραδοσιακά ελληνικά γλυκά στο Σάο Πάολο, διηγείται την περιπέτεια που έζησε στην πορεία για την αναγνώριση της εθνικής της ταυτότητας.
«Ο πατέρας μου ονομαζόταν Βασίλειος- Μιχαήλ Μπότσαρης και γεννήθηκε στην Αθήνα το 1928», λέει.
«Είχε υπηρετήσει στον ελληνικό στρατό, είχε παντρευτεί και είχε κάνει δύο παιδιά. Κάποια στιγμή έφυγε και ήρθε στη Βραζιλία γιατί στην Ελλάδα τα πράγματα ήταν δύσκολα και ήθελε να εργαστεί. Αλλαξε πολλές δουλειές μέχρι που ξεκίνησε να εργάζεται ως ναυτικός.
Στη Βραζιλία απέκτησε συνολικά πέντε παιδιά από τρεις διαφορετικές γυναίκες, εγώ είμαι η μεγαλύτερη κόρη του. Μεγάλωσα ακούγοντας τον πατέρα μου να μου διηγείται ιστορίες από την Ελληνική Επανάσταση. Ο Μάρκος Μπότσαρης ήταν προπάππους του παππού μου», λέει η Ελιζαμπέτε.
«Οταν έγινα περίπου 20 ετών πήγα στο ελληνικό προξενείο και ζήτησα να κάνω αίτηση για υπηκοότητα. Για μένα ήταν αρκετό το γεγονός ότι ο πατέρας μου ήταν Ελληνας, το ότι είχα βαπτιστεί ορθόδοξη και το ότι είχα τελειώσει το ελληνικό σχολείο στο Σάο Πάολο… Ομως οι γονείς μου δεν ήταν παντρεμένοι όταν γεννήθηκα. Και αυτό που στη Βραζιλία δεν είναι πρόβλημα, έκανε δύσκολη την κατάσταση.
Τότε, λοιπόν, μια ηλικιωμένη υπάλληλος με κοίταξε, μου έδειξε μια στοίβα με έγγραφα και μου είπε «τα βλέπεις όλα αυτά; Είμαι πολύ απασχολημένη και η υπόθεση σου είναι υπερβολικά πολύπλοκη οπότε άφησέ με να εργαστώ».
Απογοητεύτηκα, στεναχωρήθηκα πάρα πολύ. Μου πήρε πολύ χρόνο για να ξανοδοκιμάσω», εξηγεί. «Το 2014 έστειλα ένα email στο προξενείο και μου απάντησαν για μια λίστα πιστοποιητικών που έπρεπε να προσκομίσω. Κάποια ήταν δύσκολο να βρεθούν. Επρεπε να αποδείξω ότι είμαι η Ελιζαμπέτε, ότι είμαι κόρη του πατέρα μου, ότι είμαι κόρη της μητέρας μου. Ετσι δεν έκανα κάτι και όταν το 2017 έμαθα ότι στο προξενείο υπήρχε ένας υπάλληλος ο οποίος βοηθούσε τους πολίτες να συγκεντρώσουν τα χαρτιά τους, πήγα. Με βοήθησε πάρα πολύ. Στείλαμε τα χαρτιά στην Ελλάδα το 2017 και ένα χρόνο μετά έμαθα ότι η αίτηση απορρίφθηκε και ότι με καλούσαν να ξεκινήσω τη διαδικασία της πολιτογράφησης».
Στόχος η διπλή υπηκοότητα
Η Ελιζαμπέτε Μπότσαρη αιτήθηκε ξανά με στόχο τη διπλή υπηκοότητα, αυτή τη φορά σε νέα υπηρεσία.
Οποτε ζητούσε να μάθει την πορεία του αιτήματός της, ενημερωνόταν ότι η υπόθεση εκκρεμεί. Τελικά ήρθε στην Αθήνα, πήγε να συναντήσει την αρμόδια υπάλληλο, αλλά έλειπε σε θερινή άδεια. Δεν σταμάτησε εκεί.
Συνέχισε τις προσπάθειες μέχρι που ακολούθησε η πανδημία και τα πάντα πάγωσαν.
Το 2022 ταξίδεψε ξανά στην Ελλάδα, επισκέφθηκε το Σούλι, το Μεσολόγγι και τον τάφο του Μάρκου Μπότσαρη, ήρθε σε επαφή με τον Δήμο Αθηναίων, μίλησε ακόμη και με συμβούλους του Πρωθυπουργού.
Νέα έγγραφα, νέα αιτήματα για πιστοποιητικά που ήταν αδύνατον να βρεθούν, πολλά χρήματα αλλά και μεγάλη βοήθεια από ανθρώπους σε κρίσιμες θέσεις που είχαν ευαισθητοποιηθεί με την περίπτωσή της. Τελικά, έχοντας μεσολαβήσει ακόμη μια επίσκεψη στην Αθήνα και πολλές επαφές με τις Αρχές, τον Οκτώβριο του 2024 έλαβε την πολυπόθητη έγκριση.
«Ηταν πάρα πολύ δύσκολο», λέει.
«Νομίζω πως τα αρμόδια υπουργεία δεν γνωρίζουν πώς να εφαρμόσουν τους δικούς τους νόμους και από φόβο να μην κάνουν κάποιο λάθος οι διαδικασίες βαλτώνουν». Παρότι όπως αναφέρει «ήταν κάτι πολύ ταπεινωτικό, αγωνίστηκα για να λάβω την ελληνική υπηκοότητα καθώς είναι ένα ζήτημα τιμής για μένα και για την οικογένειά μου. Είμαι Ελληνίδα, η ψυχή μου είναι ελληνική. Το να δηλώνεις τις αρχαίες σου ρίζες είναι κάτι πολύ σημαντικό, είναι κάτι που πρέπει να συντηρούμε και να σεβόμαστε. Η καρδιά μου είναι τώρα γαλήνια».