Σε ποιον ανήκουν οι βουλευτικές έδρες; Στον βουλευτή ή στο κόμμα με το οποίο πολιτεύτηκε; Οι ερωτήσεις αυτές είναι παλιές, αλλά επανέρχονται συχνά στην επικαιρότητα, όταν υπάρχουν κομματικές διασπάσεις ή διαγραφές. Τελευταία έχουμε και διασπάσεις και διαγραφές. Αυτά μου θύμισαν μια παλιά ιστορία.

Το 1991, φοιτητής ακόμα, είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω στην Ιταλία το ιστορικό τέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Ιταλίας (PCI) και τη δημιουργία του Κόμματος της Δημοκρατικής Αριστεράς (PDS) – λίγους μήνες μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου. Είχαν χρειαστεί για την εξέλιξη αυτή δύο συνέδρια, πέρα από πολλές συνεδριάσεις της Κεντρικής Επιτροπής του κόμματος. Η απόφαση δεν ήταν καθόλου εύκολη κι ένα μέρος των εκλεγμένων βουλευτών του PCI δεν τη δέχτηκε και προχώρησε στη δημιουργία της Κομμουνιστικής Επανασύστασης (Rifondazione Communista) που διεκδικούσε την κληρονομία του κόμματος που και στην Ιταλία ένα είναι. Η εξέλιξη δημιούργησε ένταση και πάθη: υπήρχαν από τη μία οι πολλοί, που δέχτηκαν τη μετάλλαξη του κόμματος (και ήταν εντός της κομματικής γραμμής) και από την άλλη οι λιγότεροι (που ήθελαν τη συνέχεια της ύπαρξης του κόμματος με το οποίο εκλέχθηκαν και δεν ευλόγησαν την απόφαση της κατάργησής του).

Γενικός γραμματέας του PCI και υπεύθυνος για το τέλος του ήταν τότε ο Ακίλε Οκέτο, ένας ήρεμος άνθρωπος, που δεν έμοιαζε ούτε με ριζοσπάστη επαναστάτη, ούτε με διανοούμενο. Οταν είχε ερωτηθεί αν οι έδρες ανήκουν στο κόμμα ή στους βουλευτές κατόχους που την απόφαση του κόμματος δεν τη σεβάστηκαν (για λόγους ιδεολογικών αρχών), ο Οκέτο απάντησε πως οι έδρες δεν ανήκουν ούτε στο κόμμα, ούτε στους βουλευτές, αλλά στον λαό που ψήφισε. «Χωρίς το κόμμα προφανώς κανείς δεν θα είχε εκλεγεί, ωστόσο για να τα κατάφεραν αυτοί να εκλεγούν και όχι κάποιοι άλλοι σύντροφοι, κάποια προσόντα ο λαός διέκρινε σε δαύτους» είχε πει ο Οκέτο. Και είχε προσθέσει πως όσοι έφυγαν είχαν μόνο μία πραγματική ηθική υποχρέωση: να είναι πάλι υποψήφιοι στις εκλογικές τους περιφέρειες. «Δεν είσαι υποχρεωμένος να μένεις κάπου αν νιώθεις ότι τα όσα συμβαίνουν δεν σε εκφράζουν. Αλλά έχεις την ηθική υποχρέωση στις επόμενες εκλογές να εξηγήσεις αυτή σου την επιλογή στον ψηφοφόρο που εκπροσωπείς και να του ζητήσεις στήριξη. Αν κρυφτείς από αυτόν είσαι δειλός. Δεν έχεις τίποτα να φοβάσαι. Αν δεν τον πείσεις απλά δεν θα εκλεγείς. Αλλά θα του είσαι χρήσιμος. Θα του υπενθυμίσεις την επόμενη φορά να είναι πιο προσεκτικός».

Ολα αυτά ισχύουν και για διάφορους πρώην και νυν βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ, που καβγαδίζουν στα τηλεοπτικά παράθυρα προσπαθώντας να εξηγήσουν τις επιλογές τους σε πανελλήνιο δίκτυο. Οι μεν λένε ότι όποιος έφυγε είναι αποστάτης, οι δε ότι όποιος αποχώρησε το έκανε για λόγους αρχής: εγώ λέω ότι ο Οκέτο έχει δίκιο – στους ψηφοφόρους τους θα πρέπει να τα εξηγήσουν όλα: αυτοί είναι οι κριτές τους. Το ίδιο ισχύει και για τον Αντώνη Σαμαρά π.χ.: αν νιώθει ότι έχει δίκιο πρέπει να πολιτευθεί για να δούμε την απήχηση των απόψεών του. Το χρωστά στους υποστηρικτές του.

Ο Οκέτο είχε δίκιο και για έναν άλλο λόγο: δεν χρειάζονται κατάρες και καβγάδες, γιατί όλα αυτά κάνουν συντρίμμια κάθε πολιτικό χώρο. Μηνύματα από τους ψηφοφόρους τους χρειάζεται να παίρνουν οι πολιτικοί κι όχι να καβγαδίζουν. Αλλά έχω την υποψία ότι για πολιτικούς μας η γνώμη του κόσμου (τους) δεν έχει και τόση σημασία. Αλλιώς όλοι τους ψηφοφόρους τους θα τους σέβονταν περισσότερο. Τελευταία διακρίνω πολλούς που αυτό το έχουν ξεχάσει.