Ο 45χρονος αστυνομικός που κατηγορείται για κακοποίηση της συζύγου του και ασελγείς πράξεις στα παιδιά του είχε ενταχθεί την άνοιξη του 2019 στη φρουρά της Βουλής, παρότι είχε μέχρι τότε τουλάχιστον έξι πειθαρχικά αδικήματα για ξυλοδαρμούς συναδέλφων του και ιδιωτών, είχε τεθεί σε διαθεσιμότητα και είχε παραπεμφθεί με το ερώτημα της απόλυσης.

Επιπλέον την περίοδο 2007-2008 είχε καταγραφεί ότι είχε σημαντικά ψυχολογικά προβλήματα!

Ομως φαίνεται τότε να είχε ισχυρό πολιτικό ή ενδοϋπηρεσιακό μέσο, λόγω του γεγονότος ότι ήταν και οδηγός ανώτατων αξιωματικών της ΕΛ.ΑΣ., και εντάχθηκε στην ασφάλεια της Βουλής με επίκληση του ότι ήταν «πολύτεκνος», αφού μέχρι τότε είχε ήδη τέσσερα παιδιά.

Ασαφή κριτήρια

Τα νέα αυτά στοιχεία από τη φρικιαστική υπόθεση με θύματα όλα τα μέλη της οικογένειάς του επαναφέρει, εκτός των άλλων, και το θέμα μετάθεσης αστυνομικών σε κρίσιμες υπηρεσίες, όπως η Διεύθυνση Ασφαλείας της Βουλής, όπου υπηρετούν περισσότεροι από 200 αστυνομικοί οι οποίοι έχουν προσληφθεί προ τουλάχιστον 5-6 ετών, με ασαφή κριτήρια, όπως τουλάχιστον μνημονεύεται τώρα.

Αρκετοί αστυνομικοί επιζητούν τη μετάθεση στη Βουλή λόγω του επιδόματος που λαμβάνουν στη συγκεκριμένη υπηρεσία και χρησιμοποιούν ισχυρά «μέσα» ώστε να το πετύχουν λόγω του ανταγωνισμού και των πολλών διεκδικητών των επίζηλων αυτών θέσεων.

Υψηλόβαθμοι αξιωματικοί επισημαίνουν ότι με τα πραγματικά κριτήρια που θα έπρεπε (και επιχειρείται) να ισχύουν, τότε ένας αστυνομικός με σοβαρά πειθαρχικά παραπτώματα, όπως ο 45χρονος κακοποιητής, δεν θα περνούσε ούτε το «κατώφλι» του κοινοβουλίου.

Σημειώνεται ότι ο αστυνομικός – βιαστής είχε τιμωρηθεί εκτός των άλλων σε αργία με πρόσκαιρη παύση για επεισόδιο με πολίτες το 2003, όπου μάλιστα είχε απειλήσει και ιδιώτες που θα κατέθεταν εναντίον του στη διάρκεια της σχετικής ΕΔΕ.

Ακόμη φέρεται να είχε επιτεθεί έξαλλος, μέσα στο ΑΤ Συντάγματος, σε αξιωματικό που του συνέστησε να φορά αλεξίσφαιρο γιλέκο, ενώ παρόμοιο επεισόδιο φέρεται να είχε και στο ΑΤ Ομονοίας, το οποίο φέρεται να έληξε με παρέμβαση ανώτατου αξιωματικού της ΕΛ.ΑΣ., του οποίου το υπηρεσιακό όχημα οδηγούσε ο συγκεκριμένος «ευέξαπτος», μέχρι τότε, αστυνομικός.

Καταγγελίες

Συμπληρώνεται ότι το όπλο του, παρά τα αλλεπάλληλα επεισόδια που είχε προκαλέσει, αφαιρέθηκε μόλις προ μερικών μηνών, μετά την πρώτη καταγγελία – στις αρχές του 2004 – της συζύγου του, επίσης αστυνομικού, για βίαιες επιθέσεις εις βάρος της.

Τότε είχε ζητήσει και ο ίδιος να βγει ελεύθερος υπηρεσίας.

Τους τελευταίους μήνες, κι ενώ εξακολουθούσε να υπηρετεί στη Βουλή, λόγω της αφαίρεσης του όπλου, είχε ρόλο επιτηρητή σε περιπτώσεις συγκεντρώσεων πολιτών.

Σύμφωνα με ορισμένες πληροφορίες, όταν η σύζυγός του είχε προχωρήσει, τότε για πρώτη φορά, στις καταγγελίες για βίαιες επιθέσεις εναντίον της, είχε ζητήσει ψυχολογική υποστήριξη και υπήρξε νοσηλεία της στο 401 ΓΣΝ, από όπου κατηγόρησε τον σύζυγό της για όσα βίωνε.

Στη συνέχεια όμως φέρεται να απέσυρε τις κατηγορίες, παρότι της είχε ζητηθεί, από τους συναδέλφους της, να μην υποχωρήσει.

Οι αρμόδιοι ερευνητές της ΕΛ.ΑΣ. εξετάζουν όλα τα δεδομένα της δραματικής υπόθεσης, όπως γιατί δεν υπήρξε νωρίτερα καταγγελία της συζύγου του για την κακοποίηση των παιδιών της (πέρα από τη βία εις βάρος της) και γιατί ζήτησε τη νοσηλεία της στις αρχές του 2024.

Οσον αφορά τα ψυχομετρικά τεστ των αστυνομικών της Βουλής, κάθε χρόνο ελέγχονται ψυχιατρικά περίπου 1.700-2.000 ένστολοι προκειμένου να κριθεί αν μπορούν να φέρουν όπλο.

Το ποσοστό απόρριψής τους από αυτούς τους ελέγχους προσδιορίζεται σε 8,5%-10%.

Δηλαδή περίπου 160-180 αστυνομικοί κάθε χρόνο παραδίδουν το όπλο τους λόγω της μη ανταπόκρισής τους σε αυτά τα τεστ.

Ομως οι περισσότεροι από αυτούς τους ελέγχους εστιάζονται σε αστυνομικούς υπηρεσιών όπως η Αμεση Δράση, η ΔΙΑΣ, τα ΜΑΤ κ.λπ. που συμμετέχουν σε ελέγχους πολιτών, στις επιχειρήσεις, στην αντιμετώπιση διαδηλωτών κ.λπ.