Είναι ένα στιγμιότυπο που, έπειτα από τόσα χρόνια, θυμάμαι έντονα και με την ίδια πάντα συγκίνηση. Ηταν την πρώτη ημέρα λειτουργίας του μετρό στην Αθήνα και τα τηλεοπτικά δελτία είχαν τα ανάλογα ρεπορτάζ. Σε ένα από αυτά, μια μεγάλη παρέα ηλικιωμένων ήταν στην είσοδο κάποιας στάσης. Και όλοι μαζί αναφώνησαν σαν παιδάκια: «Καλώς ήρθες μετρό». Το πιθανότερο είναι πως επρόκειτο για μία ιδέα του ρεπόρτερ ή του καμεραμάν. Μου φάνηκε όμως πολύ τρυφερή αυτή η «συνομιλία» των ανθρώπων με κάτι άψυχο. Και με τις αλλαγές που αυτό θα επέφερε στην καθημερινότητά τους. Αυτή η συνθήκη της αστικής ζωής που μας υπενθυμίζει κάτι το οποίο, συνήθως, ξεχνάμε. Τον αόρατο ιστό που συνδέει τους κατοίκους αλλά και τους περαστικούς μιας πόλης και «πλέκεται» στα μέσα μαζικής μεταφοράς, στα πολυσύχναστα σημεία, στα μαγαζιά, ακόμη και στις λαϊκές αγορές, εκεί όπου συχνάζουν οι πολλοί και συντελείται το «μαζί» – κοινή ρίζα άλλωστε με το «μαζικό». Μοιάζει σαν έναν συνεχή, χαμηλότονο και εκ των ενόντων «εορτασμό».

Γι’ αυτό και, το Σαββατοκύριακο που μας πέρασε, ζήλεψα (με την καλή έννοια) τους θεσσαλονικείς φίλους μου. Ακόμη και αυτοί που είναι, πλέον, μόνιμοι κάτοικοι Αθήνας, το διήμερο ανέβηκαν στα πάτρια εδάφη. Γιατί είχαν μια μεγάλη γιορτή στην πόλη τους. Τη μεγαλύτερη έως τώρα στη ζωή τους, λένε άνθρωποι που κοντεύουν πια τα εξήντα. Τη λειτουργία του μετρό. Τη μεγάλη χίμαιρα που νίκησε, τελικά, τις παθογένειες όχι μόνο του ελληνικού Δημοσίου αλλά και των εθνικών ιδεοληψιών μας και έγινε πραγματικότητα.

Μεγάλοι άνθρωποι σου λέει και έπαιζαν σαν παιδάκια σε μια σαλονικιώτικη Ντίσνεϊλαντ. Μπαινόβγαιναν στο μετρό χωρίς λόγο, έτσι, για τη χαρά της συμμετοχής και την πολυτέλεια της συγκίνησης. Ανέβαιναν στη μία στάση, κατέβαιναν στην άλλη, έβγαζαν σέλφι, έκαναν αναρτήσεις στα σόσιαλ μίντια, θυμούνταν ιστορίες και «φωτογραφίες» από τα παιδικά τους χρόνια σχετικές με τα σημεία όπου έγιναν οι σταθμοί του μετρό, έβαζαν στην «εξίσωση» και άλλα εμβλήματα της πόλης όπως η μπουγάτσα ή το κουλούρι. Ο αγαπητός συνάδελφος Κώστας Γιαννακίδης έγραφε ότι η πόλη του είναι πλέον έτοιμη να γίνει αυτό που πάντα φοβόταν: μητρόπολη. Διότι και το metro εκ του metropolis προκύπτει.

Αυτή η ατμόσφαιρα έκανε όλη την Ελλάδα να μυρίζει Σαλονίκη – ούτε καν Θεσσαλονίκη. Μια γιορτή από αυτές που μόνο η αυθόρμητη συμμετοχή και η χαρά του κόσμου μπορεί να στήσει. Εμπαινα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, διάβαζα τα σχετικά και είχα την εντύπωση ότι συμμετείχα σε ένα ηλεκτρονικό παιχνίδι με χαρούμενες φατσούλες. Ή μάλλον περήφανες για το καμάρι της πόλης τους. Αυτό το Σαββατοκύριακο έκαναν και εμένα που δεν έχω πάει πάνω από τρεις φορές στη Θεσσαλονίκη, να αισθανθώ λίγο καρντάσαινα.

Εχθροπάθεια

Το κλίμα της χαράς θέλησαν και προσπάθησαν να χαλάσουν οι συνήθεις ύποπτοι. Ολοι αυτοί που θεωρούν ότι, γκρινιάζοντας, κατηγορώντας και διακινώντας θεωρίες συνωμοσίας κάνουν «αντιπολίτευση» στη χαρά του κόσμου. Ανθρωποι που η εμπάθειά τους υπερέχει της λογικής τους. Διαφορετικά δεν θα σκορπούσαν, ειδικά αυτές τις ημέρες, έτσι απλόχερα τη χολή τους. Σε ένα γιορτινό φόντο, η εχθροπάθεια και η λεκτική ξινίλα τους φαίνεται ακόμη πιο μίζερη, ακόμη πιο γραφική, ακόμη πιο κακομοιριασμένη.

Η αντίδρασή τους στην αποπεράτωση της κατασκευής του μετρό με το μόνο με το οποίο δεν έχει σχέση είναι με την εξυπηρέτηση των κατοίκων και την αναβάθμιση της πόλης. Χολοσκάνε και τρώγονται διότι έχει προηγηθεί το φιάσκο της κυβέρνησης Τσίπρα με τους μουσαμάδες και τις «διαδρομές» με τα ακίνητα βαγόνια, διότι κι εδώ αποδείχθηκε το κύρος και η σταθερότητα της υπουργού Πολιτισμού Λίνας Μενδώνη, διότι είναι αντίθετοι σε οτιδήποτε βγάζει τη χώρα από την εμμονική ομφαλοσκόπησή της και την πάει μπροστά σε ένα μέλλον όπου ξέρουν ότι δεν θα μπορούν να βρουν θέση. Κελ ντεκαντάνς, που θα έλεγε και η Ντίνα Κώνστα στους «Δύο Ξένους».