Στις αρχές της τελευταίας κρίσης, τότε που η Ελλάδα έμπαινε επειγόντως στο χειρουργείο, με τους χειρουργούς να τσακώνονται γύρω της, ένας από τους λόγους, ενδεχομένως ο σημαντικότερος, για τον οποίο ήταν επιβεβλημένη η θεραπεία του ελληνικού προβλήματος ήταν επειδή στο βάθος υπήρχε η Γαλλία με το τεράστιο δημόσιο χρέος και τα αξεπέραστα (λόγω γαλλικής ιδιαιτερότητας) δομικά προβλήματα στην οργάνωση του κράτους και της οικονομίας. Ολοι οι ειδικοί που μιλούσαν τότε αυτό επεσήμαιναν: τον κίνδυνο της Γαλλίας που θα ήταν μεγαλύτερος για την Ευρώπη από τον κίνδυνο της Ελλάδας.

Και να που ο μπαμπούλας του 2012 μοιάζει να αποκτά υπόσταση πλησιάζοντας στο τέλος του 2024, καθώς στη Γαλλία τα δύο γνωστά άκρα του πολιτικού φάσματος συνεργάζονται για να ρίξουν την κυβέρνηση Μπαρνιέ και, έτσι, να εξουδετερώσουν τις δυνατότητες του προέδρου Μακρόν να κυβερνά, καθώς η κυβέρνηση θα είναι υπηρεσιακή μέχρι να εξαντληθεί η συνταγματική προθεσμία και να προκηρυχθούν εκλογές, ο δε Μακρόν θα είναι διακοσμητικός. Η πρόταση μομφής κατά της κυβέρνησης είχε ως αφορμή τη διαφωνία κυβέρνησης και αντιπολίτευσης για την αύξηση των συντάξεων, οι μεν έλεγαν η αύξηση να ακολουθεί τον τιμάριθμο, οι δε ήθελαν να τον ξεπερνά. Ομολογουμένως, δεν φρόντισα να το διασταυρώσω γιατί δεν υπήρχε λόγος. Μιλάμε για τους Γάλλους πάντα, θυμίζω, οπότε είναι πολύ φυσικό η επανάσταση να ξεσπά για κάτι τέτοιο. Αν δεν ήταν αυτό, άλλωστε, θα ήταν κάτι ανάλογο και εξίσου πολυτελές.

Αν σε κάτι μπορούμε να ελπίζουμε, δεν είναι βεβαίως στα μυαλά που κουβαλάνε η Ακρα Δεξιά και η Ακρα Αριστερά στη Γαλλία, αλλά το μέγεθος της καταστροφής για την παγκόσμια οικονομία που θα είναι τέτοιο ώστε να επιβάλλεται η αποτροπή της συμφοράς. Ενδεχομένως να είναι αυτό το πνεύμα υπό το οποίο πρέπει να ερμηνεύσουμε την απόφαση του Ντόναλντ Τραμπ να πραγματοποιήσει στο Παρίσι την πρώτη επίσημη επίσκεψή του στο εξωτερικό ως πρόεδρος των ΗΠΑ. Από την άλλη, επειδή μιλάμε για τον Τραμπ, δεν αποκλείω οι λόγοι να είναι καθαρά τουριστικοί. Του αρέσει το Παρίσι – σε όλους τους Αμερικανούς αρέσει το Παρίσι – και δεν είναι η πρώτη φορά που θα το επισκεφτεί ως πρόεδρος των ΗΠΑ. Οπωσδήποτε θα αρέσει και στη Μελάνια, οπότε βγάζει και την υποχρέωση, γιατί μετά θα περάσουν τέσσερα χρόνια μέχρι να ασχοληθεί πάλι μαζί της.

ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΑΓΟΡΑ

Πολύ λυπάμαι αν πηγαίνω κόντρα στο ρεύμα, αλλά όλη αυτή η κουβέντα σχετικά με το αν είναι σωστό ή όχι ο Κυριάκος Μητσοτάκης να διεκδικήσει για τρίτη φορά την πρωθυπουργία στις εκλογές του 2027, είναι ανόητη. Οχι ότι δεν υπάρχουν σοβαροί λόγοι για τους οποίους γίνεται. Υπάρχουν και θα τους αναφέρω παρακάτω, όμως όσο σοβαροί και αν είναι αυτοί οι λόγοι (για εκείνους τουλάχιστον που τους εγείρουν) η συζήτηση περί ορίου δεν αποκτά σοβαρότητα. Κατ’ αρχάς, όλοι αυτοί που εξεγείρονται με την ιδέα μιας τρίτης τετραετίας Μητσοτάκη δεν καταλαβαίνουν ότι είναι σαν να σπεύδουν να τον χρίσουν νικητή από τώρα στις επόμενες εκλογές; Επειτα, δεν υπάρχει κανένας θεσμικός περιορισμός και ευτυχώς που δεν υπάρχει, επειδή δεν μπορεί να υπάρχει ούτε φυσικός περιορισμός. Αν κάποιος κάνει τη συγκεκριμένη δουλειά καλά, γιατί να τον αλλάξει ο εργοδότης του, δηλαδή ο ελληνικός λαός όπως εκφράζεται μέσω των εκλογών; Για ποιον λόγο, μήπως επειδή αργεί πολύ και στο μεταξύ υπάρχουν και άλλοι που περιμένουν στη σειρά και κινδυνεύουν να τα κάνουν πάνω τους;

Το τελευταίο είναι ο σοβαρός λόγος τον οποίο αναφέρω στην αρχή. Το πρόβλημα είναι ότι ο Μητσοτάκης, τόσο στο επίπεδο της επάρκειας όσο και στο επίπεδο της επικοινωνίας, είναι πολύ άνω του μετρίου, ενώ την ίδια ώρα στην αγορά κυριαρχεί η μετριότητα. Να επαναλάβω, όμως, ότι ο μόνος αρμόδιος να τον απολύσει ή να ανανεώσει τη σύμβασή του είναι ο λαός διά της ψήφου του. Αντιλαμβάνομαι, ασφαλώς, ότι εκείνοι που περιμένουν ασφυκτιούν από την απουσία της ελπίδας για το δικό τους μέλλον, τους θυμίζω όμως ότι όλοι τους, κατά κανόνα, δηλώνουν ότι βρίσκονται στην πολιτική για να «προσφέρουν». Λοιπόν, την αξία της προσφοράς την αποτιμά μόνο ο ψηφοφόρος. Στην επιλογή Πρωθυπουργού, η αγορά είναι ελεύθερη και παρεμβάσεις δεν σηκώνει.