Στα παιδικά μου χρόνια, τα καλοκαίρια στη Σύρο κοιμόμασταν με ορθάνοιχτα παράθυρα. «Ωραίες εποχές», θα πουν οι νοσταλγοί. Εμένα όμως δεν μου άρεσε αυτό. Και όχι μόνο διότι έπρεπε να συντονίσω τον ύπνο μου με το βροντώδες ροχαλητό του κυρίου στο διπλανό σπίτι. Το θέμα μου ήταν το σπίτι στην κάτω γωνία. Ενα σπίτι από αυτά που λέγαμε «καλοστεκούμενα». Οι γονείς και τρία παιδιά, πάνω – κάτω στην ηλικία μου. Κάποια βράδια, από αυτό το σπίτι ακούγονταν φωνές, στριγκλιές, κλάματα, σπασίματα. Ηταν κοινό μυστικό στη γειτονιά. Ο μπαμπάς της οικογένειας είχε βαρύ χέρι και το σήκωνε χωρίς λόγο. Κάπως έτσι το έλεγαν τότε, σήμερα θα λέγαμε ότι ήταν κακοποιητικός. Και με τη γυναίκα του, και με τα παιδιά του. Λέγανε και άλλα που δεν καταλάβαινα καθώς οι μεγαλύτεροι τα συζητούσαν με μισόλογα, υποθέτω ότι θα αφορούσαν και σεξουαλική κακοποίηση.

Υπήρχαν κάποιοι θόρυβοι – το πρώτο σπάσιμο, το πρώτο «όχι, μη» – που προμηνούσαν τι θα επακολουθούσε. Τότε με έπιανε εμένα τρόμος για τη «βία της διπλανής πόρτας». Εκλεινα το παράθυρο, κουκουλωνόμουν με το σεντόνι, σκέπαζα τα αφτιά μου με το μαξιλάρι, άρχιζα να λέω δυνατά όσα ποιήματα θυμόμουν για να μην ακούω τις φωνές. Οι γείτονες; Εβγαιναν στα παράθυρα, έλεγαν καμιά κουβέντα στον νταή, εκείνος τους έλεγε να κοιτάνε τη δουλειά τους, μια δυο φορές ήρθε και ένας αστυνόμος, υποθέτω ότι θα έκανε κάποια σύσταση, και ύστερα από λίγες μέρες πάλι τα ίδια. Εν τω μεταξύ, τα κουτσομπολιά που αναφέρονταν στα «άλλα» που γίνονταν εκεί μέσα φούντωναν. Μέχρι που ένα βράδυ ο γιος της κυρίας Φλώρας που μόλις είχε ξεμπαρκάρει, μπούκαρε στο σπίτι και αφού πλάκωσε τον νταή στο ξύλο, τον πήγε ο ίδιος στο Τμήμα και έκτοτε δεν ξαναεμφανίστηκε στη γειτονιά. Σε λίγο έφυγε και η υπόλοιπη οικογένεια για την Αθήνα, χάθηκαν τα ίχνη τους.

Θυμάμαι τα παιδιά της οικογένειας. Πάντα και τα τρία μαζί σαν να προστατεύουν το ένα το άλλο. Και με ένα βλέμμα – λες και το βλέπω τώρα – που αντικαθρέφτιζε τον φόβο. Μόνο που ο φόβος δεν εκφράζεται έτσι όπως έχουμε συνηθίσει να τον αναγνωρίζουμε στον κινηματογράφο ή στη ζωγραφική. Δεν μοιάζει με τα βλέμματα στην ομώνυμη ταινία του Κώστα Μανουσάκη, με την «κραυγή» του Μουνκ, με τα πρόσωπα στους πίνακες του Γκόγια και του Μπέικον. Ετσι και τα παιδιά αυτά. Στην έκφρασή τους υπήρχε μια απέραντη και βαθιά μελαγχολία που λες και απλωνόταν ακόμη και στα μαλλιά τους – έτσι μου φαινόταν τότε. Μελαγχολία που παραπέμπει σε παραίτηση και αυτό είναι σοκαριστικό όταν αφορά παιδιά που δεν έχουν μπει ακόμη στην εφηβεία. Αλλά και η μητέρα – που δεν ζήτησε ποτέ βοήθεια από κανένα, να ‘ναι καλά ο γιος της κυρίας Φλώρας που επενέβη αυτοβούλως – την ίδια μελαγχολία περιέφερε.

Προβολή στο τώρα

Θυμήθηκα αυτή την ιστορία με αφορμή την υπόθεση του «αστυνομικού της Βουλής», όπως τη λέμε. Θέλοντας να πω ότι πέρα από τις ανατριχιαστικές λεπτομέρειες που καλώς δεν αναπαράγονται, πέρα από τις τεράστιες «τρύπες» σε διάφορους φορείς που συντήρησαν «μια εποχή στην κόλαση», αναδύεται ο φόβος, εκείνος ο φόβος που δεν μπορεί κάποιος να τον υπερβεί και να τον κάνει κινητήρια δύναμη ώστε να τον εξορίσει, τελικά, από τη ζωή του. Ο φόβος που παραλύει και εξευτελίζει τον άνθρωπο. Και πιστεύω ότι κάποιος που δεν τον έχει ζήσει, δεν μπορεί και να τον κρίνει.

«Εγώ στη θέση της…» βλέπω να γράφεται αστόχαστα όχι μόνο γι’ αυτήν αλλά και για άλλες σχετικές υποθέσεις. Ναι, μόνο που δεν βρισκόμαστε στη θέση καμιάς και κανενός. Και μακάρι να μη βρεθεί κανένας άνθρωπος. Για αισθήματα όμως που δεν έχουμε βιώσει δεν μπορούμε να μιλάμε άκριτα. Προσωπικά, πάντως, δεν έχω να θυμάμαι μεγαλύτερο φόβο στη ζωή μου από εκείνες τις φωνές που με έφταναν από το ανοιχτό παράθυρο. Δηλαδή, φοβόμουν για τον φόβο του άλλου.