Η εκρηκτική αντίφαση ανάμεσα στο γεγονός ότι η χώρα μας φαντάζει ως προς τους αναπτυξιακούς ρυθμούς εξαίρεση σε σχέση με τη στασιμότητα που χαρακτηρίζει την υπόλοιπη Ευρώπη (και που θα επιδεινωθεί εάν ο Ντόναλντ Τραμπ κινηθεί στην κατεύθυνση μιας πολιτικής αυξημένων δασμών) και τη διογκούμενη κοινωνική δυσαρέσκεια που όπως δείχνουν και οι δημοσκοπήσεις επίκεντρο έχει την «ακρίβεια», δηλαδή την κρίση κόστους ζωής, ήρθε να υπογραμμίσει όχι μόνο ότι τα πραγματικά ερωτήματα για την οικονομία είναι πάντα κοινωνικά και σε τελική ανάλυση πολιτικά, αλλά και ότι μια ολόκληρη λογική για την οικονομία που κυριάρχησε για δεκαετίες και βασιζόταν πάνω στον σε τελική ανάλυση ευεργετικό και ορθολογικό χαρακτήρα των αγορών έχει πια υποστεί αποφασιστικά πλήγματα από την ίδια την πραγματικότητα.

Αυτό αποδεικνύει, άλλωστε, η μακρά ακολουθία κρισιακών φαινομένων που υποτίθεται ότι δεν θα έπρεπε να συμβαίνουν, από την επιστροφή του πληθωρισμού έως τα ανοιχτά ερωτήματα για το εάν θα υπάρξουν εκείνα τα άλματα στην παραγωγικότητα που θα κάνουν τις αυξήσεις σε αποδόσεις να μη φαντάζουν τεχνητές «φούσκες» εν αναμονή βίαιων «διορθώσεων» και τελικά της επόμενης κρίσης.

Ολα αυτά σημαίνουν ότι οποιαδήποτε συζήτηση για την ανάπτυξη δεν μπορεί παρά να έχει ως αφετηρία το ποιες κοινωνικές δυνάμεις όχι απλώς εκπροσωπεί ως συμφέροντα, αλλά και εμπλέκει με πραγματικούς όρους μέσα στην ίδια τη δυναμική της. Από τη μια, γιατί είναι σαφές ότι ο μόνος τρόπος για να αντιμετωπιστεί το βαθύ αίσθημα επισφάλειας των λαϊκών στρωμάτων είναι η επιστροφή της αναδιανομής και της αυξημένης κρατικής δαπάνης για κοινωνική προστασία αλλά και δημόσια επένδυση.

Από την άλλη, γιατί δεν μπορούμε να μιλάμε για τομές στην παραγωγικότητα της εργασίας χωρίς ουσιαστική αναγνώριση των δικαιωμάτων και των αναγκών

της εργασίας. Πράγμα που σημαίνει ότι δεν μπορούμε να βλέπουμε την εργασία μόνο υπό το πρίσμα μιας αντίληψης που θα τη θεωρούσε πρωτίστως κόστος προς μείωση.