Συμπληρώνονται δέκα χρόνια από εκείνο το σαββατιάτικο πρωινό που μου πήρε κάμποσα λεπτά να συνειδητοποιήσω ότι τα πορτρέτα του Μένη Κουμανταρέα που περνούσαν και ξαναπερνούσαν από τις οθόνες μου δεν αφορούσαν την επικείμενη έκδοση του βιβλίου με την αλληλογραφία του με τον Βασίλη Βασιλικό. Το προηγούμενο βράδυ είχε δολοφονηθεί. Πώς να χωρέσει ο νους σου ότι έφυγε με τόσο βίαιο τρόπο από τη ζωή ο άνθρωπος με τον οποίο είχες κανονίσει να συναντηθείς την επόμενη ημέρα και το μόνο που εκκρεμούσε ήταν να ορίσετε την ώρα; (Το σημείο είχε ήδη φιξαριστεί, η ταβέρνα της Μαίρης στην Πλατεία Κυψέλης).
Ο Μένης Κουμανταρέας ήταν ένας συγγραφέας που «ερωτεύτηκα» παράφορα το 1987, εκείνο το καλοκαίρι του μεγάλου καύσωνα, όταν πρωτοδιάβασα, κυρίως διότι επρόκειτο να γίνει ταινία από τον Παντελή Βούλγαρη, τη «Φανέλα με το νούμερο εννιά». Και ήταν σαν να με τράβηξε σε μια άβυσσο στην οποία όσο πιο πολύ βυθιζόμουν διαβάζοντας μανιωδώς και τα άλλα του μυθιστορήματα, τόσο περισσότερο φως ανακάλυπτα σε αυτήν. Ενα φως που αναδύεται από τη μελαγχολία των ηρώων του, όχι για να την ξορκίσει, αλλά για να την κάνει πιο γοητευτική. Και που με βοηθούσε να ξεκλειδώσω αυτούς τους ήρωες, να ανιχνεύσω την ποιητικότητα των αντιφάσεών τους και της νόθας ζωής τους. Από την Μπέμπα και τον Βλάση Ταντή (το βασικό ζευγάρι της «Βιοτεχνίας Υαλικών», του μυθιστορήματος που, το 1975, κέρδισε το πρώτο μεταχουντικό Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος, αν και η χούντα που ήταν το θέμα της εποχής υπάρχει μόνο ως φόντο) έως την «Κυρία Κούλα». Ψυχές που μπαινοβγαίνουν στο περιθώριο είναι οι ήρωες του Κουμανταρέα, σαν γυμνοί σε γειτονιές ντυμένων. Και, τον πρώτο καιρό, είχα την εντύπωση ότι τις νύχτες δραπετεύουν από τις σελίδες του μυθιστορήματος και «κυκλοφορούν» σε άλλες γραφές. Για παράδειγμα, πολλές φορές προσπαθούσα να «τοποθετήσω» την κυρία Κούλα σε κάποιο έργο του Τσέχοφ, ως άσκηση ανάλυσης χαρακτήρων.
Τον γνώρισα προσωπικά αρκετά χρόνια αργότερα, ένα βράδυ του Αυγούστου σε ένα ζαχαροπλαστείο της Φωκίωνος Νέγρη, από αυτά που σε γυρίζουν σε περασμένες δεκαετίες. Ηταν μαζί με τη γυναίκα του τη Λιλή και μιλήσαμε κυρίως για το «Δυο φορές Ελληνας» που μόλις είχε κυκλοφορήσει. Και όταν πια η Λιλή είχε φύγει, ξανασυναντηθήκαμε μέσω του Θανάση Νιάρχου και από τότε αρχίσαμε να κάνουμε παρέα. Τότε συνειδητοποίησα ότι ο Μένης Κουμανταρέας ήταν ένα σύνολο από σπαράγματα των ηρώων του. Ενας άνθρωπος στέρεος που όσο τον γνώριζες τόσο άφηνε ο ίδιος να εκτίθενται οι ρωγμές του. Ενας άνθρωπος που φαινόταν στεγνός μέχρι να ανακαλύψεις πως ήταν γεμάτος «χυμούς».
Το ξωτικό της Αθήνας
Κυρίως όμως ο Μένης Κουμανταρέας ήταν Αθηναίος. Η Αθήνα (και ο Πειραιάς) είναι το σκηνικό των περισσότερων έργων του, αυστηρά αθηναϊκό υπήρξε και το φόντο της «κρυφής» του ζωής, την οποία ωστόσο ο ίδιος δεν κρατούσε στα σκοτάδια. Εκεί που μιλούσε, για παράδειγμα, για τον Λορέντζο Μαβίλη έβαζε σφήνα την αναφορά του σε ένα αγόρι από την αλλοδαπή που είχε γνωρίσει το προηγούμενο βράδυ και στο οποίο είχε διηγηθεί τη ζωή του επτανήσιου ποιητή. Εμοιαζε σαν ξωτικό της Αθήνας, κομψός αλλά όχι επιτηδευμένος, παρέπεμπε περισσότερο σε συνταξιούχο δημόσιο υπάλληλο. Την αγαπούσε την πόλη, δεν του πολυάρεσαν οι διακοπές, έβρισκε αφόρητα γοητευτική ακόμη και την αυγουστιάτικη αποχαύνωσή της. Και του άρεσαν περισσότερο αυτά που δεν αρέσουν στους πολλούς. Οι σκοτεινές εκδοχές της, η μυρωδιά της ανθρωπίλας της, περισσότερο τα αγκομαχητά της παρά οι ανάσες της. Ο ίδιος έλεγε ότι ένιωθε πολύ πιο άνετα στα φτηνά ξενοδοχεία της Ομόνοιας παρά στα πολυτελή του Συντάγματος. Και σαν να εκνευριζόταν όταν άκουγε τα διάφορα επικολυρικά που περιγράφουν μια ειδυλλιακή Αθήνα της δεκαετίας του 1960. Η δική του δεν είχε τίποτα το τεχνικολόρ, έμοιαζε ασπρόμαυρη. «Φαίνεται ότι ζούσα σε μια πόλη που φαντάστηκα», έλεγε. Αλλά εκείνη η ασπρόμαυρη εκδοχή της τον γοήτευε.